ὁπλουργός: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oplourgos | |Transliteration C=oplourgos | ||
|Beta Code=o(plourgo/s | |Beta Code=o(plourgo/s | ||
|Definition=ὁ, = [[ὁπλοποιός]], | |Definition=ὁ, = [[ὁπλοποιός]], Ptol.''Tetr.''180. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = ὁπλοποιός, Ptol.Tetr.180.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλουργός: -όν, = ὁπλοποιός, Πτολ. Τετράβ. 180.
Greek Monolingual
ο (Α ὁπλουργός)
κατασκευαστής όπλων
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην επισκευή όπλων διαφόρων τύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρουργός].