τριτώ: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trito | |Transliteration C=trito | ||
|Beta Code=tritw/ | |Beta Code=tritw/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[κεφαλή]], v. [[Τριτογένεια]].<br><span class="bld">II</span> Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = [[Τριτογένεια]], ''AP''6.194. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A = κεφαλή, v. Τριτογένεια.
II Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = Τριτογένεια, AP6.194.
Greek (Liddell-Scott)
τρῑτώ: ἡ, = κεφαλή, ἴδε ἐν λ. Τριτογένεια. ΙΙ. Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = Τριτογένεια, Ἀνθ. Π. 6, 194.
Greek Monolingual
(I)
-άω, Α τρίτος
(για τη νέα σελήνη) είμαι τριών ημερών.
(II)
ἡ, Α
1. το κεφάλι
2. ως κύρ. όν. Τριτώ
η Τριτογένεια, η Αθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το κύριο όν. Τριτώ ως προσωνυμία της Αθηνάς είναι υποκορ. σχηματισμός με απόσπαση του α' συνθετικού της λ. Τριτογένεια και επίθημα -ώ, που εμφανίζεται σε θηλ. ονόματα (πρβλ. Λητώ). Το προσηγορικό τριτώ, εξάλλου, έχει θεωρηθεί αιολ. τ. με σημ. «κεφαλή», αν και πρόκειται μάλλον για αμφίβολη λ.].
German (Pape)
ἡ, = κεφαλή, Gramm. S. Τριτογένεια, nom. pr.