κρημνώρεια: Difference between revisions
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krimnoreia | |Transliteration C=krimnoreia | ||
|Beta Code=krhmnw/reia | |Beta Code=krhmnw/reia | ||
|Definition=ἡ, [[steep mountain-ridge]], | |Definition=ἡ, [[steep mountain-ridge]], Hdn.''Epim.''232. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, steep mountain-ridge, Hdn.Epim.232.
Greek (Liddell-Scott)
κρημνώρεια: ἡ, κρημνώδης ἀκρώρεια, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 232.
Greek Monolingual
η (Α κρημνώρεια)
κρημνώδης πλευρά όρους ή λόφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώρεια (< ὄρος). Το -ω- προέρχεται από τη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρώρεια)].
German (Pape)
ἡ, jäher Bergabhang, wie ἀκρώρεια gebildet, Hdn. epimer. p. 232.