ἱπποθόρος: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippothoros | |Transliteration C=ippothoros | ||
|Beta Code=i(ppoqo/ros | |Beta Code=i(ppoqo/ros | ||
|Definition=ὁ, ([[θόρνυμι]]) < | |Definition=ὁ, ([[θόρνυμι]])<br><span class="bld">A</span> [[covering mares]], especially of a he-ass kept for breeding mules, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> as adjective, ἱπποθόρος [[νόμος]] a [[tune]] played to a [[mare]], while she was being [[cover]]ed, Plu. 2.138b,704f. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱπποθόρος]], ὁ (Α)<br />([[κυρίως]] για όνο που χρησιμοποιείται για [[παραγωγή]] ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θορός]] «[[σπέρμα]]»), [[πρβλ]]. <i>βου</i>-<i>θόρος</i>. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργητική [[σημασία]], εν αντιθέσει [[προς]] την «αναφορική» [[σημασία]] του προπαροξύτονου [[ιππόθορος]]].<br />ἱππόθορος, -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «ἱππόθορος [[νόμος]]» — μουσικό [[κομμάτι]] που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό της ορμής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>θόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θορός]] «[[σπέρμα]]»), [[πρβλ]]. [[βούθορος]], [[ένθορος]](<b>βλ.</b> και [[ιπποθόρος]])]. | |mltxt=[[ἱπποθόρος]], ὁ (Α)<br />([[κυρίως]] για όνο που χρησιμοποιείται για [[παραγωγή]] ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θορός]] «[[σπέρμα]]»), [[πρβλ]]. <i>βου</i>-<i>θόρος</i>. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργητική [[σημασία]], εν αντιθέσει [[προς]] την «αναφορική» [[σημασία]] του προπαροξύτονου [[ιππόθορος]]].<br />ἱππόθορος, -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «ἱππόθορος [[νόμος]]» — μουσικό [[κομμάτι]] που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό της ορμής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>θόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θορός]] «[[σπέρμα]]»), [[πρβλ]]. [[βούθορος]], [[ένθορος]] (<b>βλ.</b> και [[ιπποθόρος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (θόρνυμι)
A covering mares, especially of a he-ass kept for breeding mules, Hsch.
II as adjective, ἱπποθόρος νόμος a tune played to a mare, while she was being covered, Plu. 2.138b,704f.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Pferdebeschäler, bes. vom Esel, der zum Beschälen von Stuten gebraucht wied, VLL.; ἱππ. νόμος, ein Lied, welches während der Belegung der Stuten gespielt wurde, Plut. praec. conj. i. A., μέλος τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικόν, vgl. Symp. 7, 5, 2.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποθόρος: способствующий случке ослов с кобылицами, случной (αὐλητικὸς νόμος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποθόρος: ὁ, (θόρνυμι) ὁ βατεύων θηλείας ἵππους, κυρίως ἐπὶ ὄνου τρεφομένου ὅπως ὀχεύῃ θηλείας ἵππους πρὸς παραγωγὴν ἡμιόνων, «ὄνος ἵππους βιβάζων» Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἱππόθορος νόμος, μέλος παιζόμενον ὅτε ἐβατεύοντο φοράδες, ὡς ὁρμῆς ἐγερτικόν, Πλούτ. 2, 138Β, 704F.
Greek Monolingual
ἱπποθόρος, ὁ (Α)
(κυρίως για όνο που χρησιμοποιείται για παραγωγή ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βου-θόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς την «αναφορική» σημασία του προπαροξύτονου ιππόθορος].
ἱππόθορος, -ον (Α)
φρ. «ἱππόθορος νόμος» — μουσικό κομμάτι που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό της ορμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + -θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βούθορος, ένθορος (βλ. και ιπποθόρος)].