ὀρθόκορυς: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόκορυς]], -υθος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ορθή [[περικεφαλαία]] («ὁ ὀρθόν πῑλον ἔχων», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόρυς]], -<i>υθος</i> «[[περικεφαλαία]]» ([[πρβλ]]. [[τρίκορυς]])].
|mltxt=[[ὀρθόκορυς]], -υθος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ορθή [[περικεφαλαία]] («ὁ ὀρθόν πῖλον ἔχων», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόρυς]], -<i>υθος</i> «[[περικεφαλαία]]» ([[πρβλ]]. [[τρίκορυς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόκορυς Medium diacritics: ὀρθόκορυς Low diacritics: ορθόκορυς Capitals: ΟΡΘΟΚΟΡΥΣ
Transliteration A: orthókorys Transliteration B: orthokorys Transliteration C: orthokorys Beta Code: o)rqo/korus

English (LSJ)

υθος, ὁ, ἡ, having an upright crest, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόκορυς: -υθος, ὁ, ἡ, «ὁ ὀρθὸν πῖλον ἔχων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀρθόκορυς, -υθος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ορθή περικεφαλαία («ὁ ὀρθόν πῖλον ἔχων», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + κόρυς, -υθος «περικεφαλαία» (πρβλ. τρίκορυς)].