ἡμιπέπανος: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(b)
 
(16)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] halb reif, Sp.; auch [[ἡμιπέπειρος]], Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] halb reif, Sp.; auch [[ἡμιπέπειρος]], Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''ἡμιπέπᾰνος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ὥριμος]], παρ᾿ Ὁρειβας. σ. 81 Matthaei.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιπέπανος]], -ον (Α)<br />[[κατά]] το ήμισυ ώριμος, μισοωριμασμένος, [[μισογινωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέπανος]] «ώριμος» <span style="color: red;"><</span> [[πεπαίνω]] «[[ωριμάζω]]» με αντίστροφη [[παραγωγή]] <span style="color: red;"><</span> [[πέπων]] «ώριμος»].
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1169] halb reif, Sp.; auch ἡμιπέπειρος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπέπᾰνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, παρ᾿ Ὁρειβας. σ. 81 Matthaei.

Greek Monolingual

ἡμιπέπανος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ ώριμος, μισοωριμασμένος, μισογινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέπανος «ώριμος» < πεπαίνω «ωριμάζω» με αντίστροφη παραγωγή < πέπων «ώριμος»].