πέπανος

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπᾰνος Medium diacritics: πέπανος Low diacritics: πέπανος Capitals: ΠΕΠΑΝΟΣ
Transliteration A: pépanos Transliteration B: pepanos Transliteration C: pepanos Beta Code: pe/panos

English (LSJ)

πέπανον, rarer collat. form of πέπων, Artem.1.73, 2.25, Porph. Gaur.13.4;=maturus, mitis, passus, Glossaria; πεπανός· ὁ πολὺν χρόνον ἔχων παρὰ τὸ ὀπτηθῆναι, Hsch.: Comp. -ώτερος Paus.9.19.8: metaph., more experienced, Lyd.Mag.3.10 (Comp.). [Oxyt. in Artem.2.25, Hsch.]

German (Pape)

[Seite 559] seltene Nebenform von πέπων; Artemid. 1, 75. 2, 25, als v.l.; bei Epigon. Thess. 1 (IX, 261) ist jetzt τετανῶν βοτρύων ῥᾶγα geschrieben.

Greek Monolingual

-ον, και, κατά τον Ησύχ., πεπανός, -όν, ΜΑ
ώριμος, τρυφερός, μαλακός
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «πεπανός
ὁ πολὺν χρόνον ἔχων παρὰ τὸ ὀπτηθῆναι»
2. (το αρσ. συγκριτ.) πεπανώτερος
(για πρόσ.) μτφ. αυτός που είναι πιο έμπειρος από κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πεπαίνω (< πέπων)].

Greek Monotonic

πέπᾰνος: -ον, σπάνιος ισοδυν. τύπος του πέπων, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πέπᾰνος: Anth. = πέπων.

Middle Liddell

πέπᾰνος, ον, [rarer collat. form of πέπων, Anth.]