Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπρίω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataprio
|Transliteration C=kataprio
|Beta Code=katapri/w
|Beta Code=katapri/w
|Definition=[ῑ],<br><span class="bld">A</span> [[saw up]], κορμοὺς ξύλων Hdt.7.36; [[saw asunder]], [[LXX]] ''Su.''59.<br><span class="bld">2</span> [[cut]] or [[bite into pieces]], κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. ''Al.''283.
|Definition=[ῑ],<br><span class="bld">A</span> [[saw up]], κορμοὺς ξύλων [[Herodotus|Hdt.]]7.36; [[saw asunder]], [[LXX]] ''Su.''59.<br><span class="bld">2</span> [[cut]] or [[bite into pieces]], κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. ''Al.''283.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1372.png Seite 1372]] (s. [[πρίω]]), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, theilen, [[κύμινον]] Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1372.png Seite 1372]] (s. [[πρίω]]), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, teilen, [[κύμινον]] Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:31, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπρίω Medium diacritics: καταπρίω Low diacritics: καταπρίω Capitals: ΚΑΤΑΠΡΙΩ
Transliteration A: katapríō Transliteration B: katapriō Transliteration C: kataprio Beta Code: katapri/w

English (LSJ)

[ῑ],
A saw up, κορμοὺς ξύλων Hdt.7.36; saw asunder, LXX Su.59.
2 cut or bite into pieces, κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al.283.

German (Pape)

[Seite 1372] (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, teilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.

French (Bailly abrégé)

scier, couper.
Étymologie: κατά, πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55.

Russian (Dvoretsky)

καταπρίω: (ῑ)
1 распиливать (κορμοὺς ξόλων Her.);
2 разрезать или раскусывать (τὸ κύμινον Theocr.).

Greek Monolingual

καταπρίω (Α)
1. σχίζω με το πριόνι, καταπριονίζω
2. σχίζω εντελώς
3. τεμαχίζω, κομματιάζω με τα δόντια
4. παθ. καταπρίομαι
μτφ. κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρίω «πριονίζω»].

Greek Monotonic

καταπρίω: [ῑ], μέλ. -πριοῦμαι,
1. πριονίζω, σε Ηρόδ.
2. κόβω ή κατασπαράττω, ξεσχίζω σε κομμάτια, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπρίω: ῑ, καταπριονίζω, σχίζω διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) κατακόπτω ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ κύμινον Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- ὡσαύτως -πρίζω, διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.

Middle Liddell

fut. -πριοῦμαι
1. to saw up, Hdt.
2. to cut or bite into pieces, Theocr.