ἐρωτίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρωτίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ἔρως]]),·<br /><b class="num">I.</b> ερωμένη, αγαπημένη, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[ερωτικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐρωτίς:''' -ίδος, ἡ ([[ἔρως]]),·<br /><b class="num">I.</b> ερωμένη, αγαπημένη, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[ερωτικός]], σε Ανθ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔρως]]<br /><b class="num">I.</b> a [[loved]] one, [[darling]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> as adj., of [[love]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ἔρως]]<br /><b class="num">I.</b> a [[loved]] one, [[darling]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> as adj., of [[love]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 14:22, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτίς Medium diacritics: ἐρωτίς Low diacritics: ερωτίς Capitals: ΕΡΩΤΙΣ
Transliteration A: erōtís Transliteration B: erōtis Transliteration C: erotis Beta Code: e)rwti/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A loved one, darling, Theoc.4.59.
II as adjective, ἐρωτίδες νῆσοι islands of love, AP7.628 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1041] ίδος, ἡ, die Geliebte, das Liebchen, oder Liebesgöttinn, Theocr. 4, 59; – αἱ ἐρωτίδες νῆσοι, Liebesinseln, Crinag. 46 (VII, 628).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
amante, maîtresse.
Étymologie: ἔρως.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτίς: ίδος ἡ милая, любимая Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτίς: -ίδος, ἡ, ἠγαπημένη, ἐρωμένη, Θεόκρ. 4. 59.
ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ἐρωτίδες νῆσοι, νῆσοι τοῦ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 7. 628.

Greek Monolingual

ἐρωτίς, ἡ (Α) έρως
1. η αγαπημένη, η ερωμένη
2. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον έρωτα («ἐρωτίδες νῆσοι» — νησιά του έρωτα).

Greek Monotonic

ἐρωτίς: -ίδος, ἡ (ἔρως),·
I. ερωμένη, αγαπημένη, σε Θεόκρ.
II. ως επίθ., ερωτικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἔρως
I. a loved one, darling, Theocr.
II. as adj., of love, Anth.