ἀνομοθέτητος: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anomothetitos | |Transliteration C=anomothetitos | ||
|Beta Code=a)nomoqe/thtos | |Beta Code=a)nomoqe/thtos | ||
|Definition=ἀνομοθέτητον, [[unregulated by law]], Pl.''Lg.''781a, 785a, Arist. ''Pol.''1269b19; ἄγραφον καὶ ἀ. φύσεως δίκαιον D.H.7.41. | |Definition=ἀνομοθέτητον, [[unregulated by law]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''781a, 785a, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1269b19; ἄγραφον καὶ ἀ. φύσεως δίκαιον D.H.7.41. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 17:28, 21 November 2024
English (LSJ)
ἀνομοθέτητον, unregulated by law, Pl.Lg.781a, 785a, Arist.Pol.1269b19; ἄγραφον καὶ ἀ. φύσεως δίκαιον D.H.7.41.
Spanish (DGE)
-ον
que no está regulado por ley τὸ δὲ περὶ τὰς γυναῖκας οὐδαμῶς ὀρθῶς ἀνομοθέτητον μεθεῖται Pl.Lg.781a, (τοιαῦτα) ἀνομοθέτητα σιγῇ κείσθω Pl.Lg.785a, τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως εἶναι δεῖ νομίζειν ἀνομοθέτητον Arist.Pol.1269b19, ἀνομοθετήτῳ φύσεως δικαίῳ justicia natural no regulada por ley D.H.7.41.
German (Pape)
[Seite 240] nicht gesetzlich geordnet, Plat. Legg. VI, 780 a ff; D. Hal. 7, 41.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομοθέτητος:
1 не предусмотренный законом (ἀνομοθέτη κεῖσθαι Plat.);
2 не упорядоченный законами, живущий без законов (τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομοθέτητος: -ον, ὁ ἄνευ νομοθετήσεως, ἄνευ νόμου, ἄτακτος, Πλάτ. Νόμ. 785Α, 781Α, Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 5. 2) ὁ μὴ κανονιζόμενος ὑπὸ νόμου, Διονυσ. Ἁλ. 7. 41.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνομοθέτητος, -ον)
1. αυτός που δεν ορίστηκε, δεν διευθετήθηκε με νόμο
2. αυτός που δεν προσαρμόζεται στα νομοθετημένα, αρρύθμιστος.