σκανδικώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skandikodis | |Transliteration C=skandikodis | ||
|Beta Code=skandikw/dhs | |Beta Code=skandikw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=σκανδικῶδες, [[like]], [[of the nature of wild chervil]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.11.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
σκανδικῶδες, like, of the nature of wild chervil, Thphr. HP 7.11.1.
German (Pape)
[Seite 889] ες, kerbetartig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σκανδῑκώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς σκάνδικα, ἔχων τὰς ἰδιότητας τῆς σκάνδικος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 1.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σκάνδιξ, -ικος]
όμοιος με άγριο λάχανο ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του παραπάνω φυτού.