σκληρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sklirodis
|Transliteration C=sklirodis
|Beta Code=sklhrw/dhs
|Beta Code=sklhrw/dhs
|Definition=σκληρώδες, contr. for [[σκληροειδής]], Man.4.325, cj. for [[ὀχληρώδης]] in Lucil. ap. Gell.18.8.
|Definition=σκληρῶδες, contr. for [[σκληροειδής]], Man.4.325, cj. for [[ὀχληρώδης]] in Lucil. ap. Gell.18.8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρώδης Medium diacritics: σκληρώδης Low diacritics: σκληρώδης Capitals: ΣΚΛΗΡΩΔΗΣ
Transliteration A: sklērṓdēs Transliteration B: sklērōdēs Transliteration C: sklirodis Beta Code: sklhrw/dhs

English (LSJ)

σκληρῶδες, contr. for σκληροειδής, Man.4.325, cj. for ὀχληρώδης in Lucil. ap. Gell.18.8.

German (Pape)

[Seite 901] ες, zsgzgn statt σκληροειδής, πέτρα, hart, Maneth. 4, 325.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σκληροειδής. Μανέθων 4. 325.

Greek Monolingual

-ες / σκληρώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σκληρός
αυτός που έχει σκληρή υφή, σκληρή σύσταση, σκληρός
νεοελλ.
φρ. «σκληρώδης ιστός» — ιστός που υπέστη σκλήρυνση λόγω παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων
μσν.
πεισματάρης.