μεταπειστός: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταπειστός]], -ή, -όν και [[μετάπειστος]], -η, -ον) [[μεταπείθω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον | |mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταπειστός]], -ή, -όν και [[μετάπειστος]], -η, -ον) [[μεταπείθω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῖ, τὸ δὲ μεταπειστόν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 14:43, 6 February 2024
English (LSJ)
μεταπειστόν, open to persuasion, Pl.Ti.51e; μ. ὑπὸ λόγου Id.Def.414c.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταπειστός, -ή, -όν και μετάπειστος, -η, -ον) μεταπείθω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῖ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.).
Russian (Dvoretsky)
μεταπειστός: или μετάπειστος 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat.
German (Pape)
der sich zu etwas Anderm überreden, umstimmen läßt, im Gegensatz von ἀκίνητον πειθοῖ, Plat. Tim. 51e.