ἐρειψιπύλας: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρειψιπύλας]], ὁ (Α)<br />αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν | |mltxt=[[ἐρειψιπύλας]], ὁ (Α)<br />αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρειψις]] «[[γκρέμισμα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ερείπω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>πύλας</i> (αιτ. πληθ. του [[πύλη]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:22, 6 February 2024
English (LSJ)
[ῠ], α, ὁ, overthrowing gates, B.5.56.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρειψιπύλας: ὁ, ὁ καταρρίπτων, κατακρημνίζων πύλας, ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου, πιθ. ἀναφ. εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους πολιορκίαν καὶ ἅλωσιν τῆς Τροίας, Βακχυλ. V. 56, πρβλ. ἐρειψίτοιχος.
Greek Monolingual
ἐρειψιπύλας, ὁ (Α)
αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + πύλας (αιτ. πληθ. του πύλη)].