δοξολογία: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=doksologia
|Transliteration C=doksologia
|Beta Code=docologi/a
|Beta Code=docologi/a
|Definition=ἡ, [[laudation]], Iamb.''Myst.''2.10.
|Definition=ἡ, [[glorification]], [[eulogy]], [[hymn of praise]], [[gloria]], [[prayer of praise to God]], [[laudation]], Iamb.''Myst.''2.10.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0657.png Seite 657]] ἡ, das Rühmen, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0657.png Seite 657]] ἡ, das [[Rühmen]], K. S.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δοξολογία]])<br />[[δοξαστικός]] ύμνος [[προς]] τον θεό<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελετή]] επίσημη [[κατά]] την οποία ψάλλονται δοξαστικοί ύμνοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Μεγάλη Δοξολογία» — ο [[αγγελικός]] ή [[εωθινός]] ύμνος που αρχίζει με τον στίχο «Δόξα σοι τῷ δείξαντι το φῶς» (Λουκ. β' 14) και ψάλλεται ή αναγινώσκεται στο [[τέλος]] του όρθρου και στο [[απόδειπνο]] της ορθόδοξης Εκκλησίας.
|mltxt=η (AM [[δοξολογία]])<br />[[δοξαστικός]] ύμνος [[προς]] τον θεό<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελετή]] επίσημη [[κατά]] την οποία ψάλλονται δοξαστικοί ύμνοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Μεγάλη Δοξολογία» — ο [[αγγελικός]] ή [[εωθινός]] ύμνος που αρχίζει με τον στίχο «Δόξα σοι τῷ δείξαντι το φῶς» (Λουκ. β' 14) και ψάλλεται ή αναγινώσκεται στο [[τέλος]] του όρθρου και στο [[απόδειπνο]] της ορθόδοξης Εκκλησίας.
}}
}}

Latest revision as of 16:16, 13 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξολογία Medium diacritics: δοξολογία Low diacritics: δοξολογία Capitals: ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: doxología Transliteration B: doxologia Transliteration C: doksologia Beta Code: docologi/a

English (LSJ)

ἡ, glorification, eulogy, hymn of praise, gloria, prayer of praise to God, laudation, Iamb.Myst.2.10.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 alabanza, glorificación de un dios, Iambl.Myst.2.10, esp. en lit. crist. ἐν τῇ θείᾳ δοξολογίᾳ Apoll.Fid.Sec.Pt.31, cf. Ath.Al.M.25.217C, διὰ τὴν ἄνω ἀκήρατον δοξολογίαν Epiph.Const.Haer.40.4.8, ὕμνους δοξολογίας ἀναπέμπων IGLS 21(4).63.9 (Petra V d.C.), c. gen. obj. Χριστοῦ Afric.Ep.Arist.1 (p.56.8), ἑνὸς καὶ μόνου Θεοῦ δ. Eus.HE 10.4.65, τῆς θεότητος Epiph.Const.Haer.26.10.11, cf. Basil.Hex.8.7, c. giro prep. ἡ πρὸς τὸν δεσπότην θεὸν ... δ. Iust.Nou.137.6 proem., c. gen. subjet. τὴν δοξολογίαν αὐτῆς (τῆς κτίσεως) οὐ προσίεται no admite que (la creación) lo glorifique Didym.Eun.M.29.689A, cf. Origenes Or.14.2, Gr.Nyss.Eun.1.466, Proteu.13.1, Seuerian.Cent.34, τοῦ πλήθους τῆς στρατιᾶς τῶν ἀγγέλων Cosm.Ind.Top.3.60.
2 crist. gloria, alabanza al Señor, doxología τὰ ἐν οὐρανῷ πάντα πλήρη τυγχάνει τῆς δοξολογίας αὐτοῦ (τοῦ θεοῦ) Eus.DE 7.1 (p.299), ἡ τοῦ θεοῦ λόγου ἔνσαρκος δ. Epiph.Const.Haer.69.36.1, cf. Bas.Sel.Or.M.85.336B.

German (Pape)

[Seite 657] ἡ, das Rühmen, K. S.

Greek Monolingual

η (AM δοξολογία)
δοξαστικός ύμνος προς τον θεό
μσν.- νεοελλ.
1. τελετή επίσημη κατά την οποία ψάλλονται δοξαστικοί ύμνοι
2. φρ. «Μεγάλη Δοξολογία» — ο αγγελικός ή εωθινός ύμνος που αρχίζει με τον στίχο «Δόξα σοι τῷ δείξαντι το φῶς» (Λουκ. β' 14) και ψάλλεται ή αναγινώσκεται στο τέλος του όρθρου και στο απόδειπνο της ορθόδοξης Εκκλησίας.