ἐπίχωμα: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(b) |
(14) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1005.png Seite 1005]] τό, das darauf Aufgeschüttete, Wall, Damm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1005.png Seite 1005]] τό, das darauf Aufgeschüttete, Wall, Damm. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπίχωμα''': τό, ἐπισώρευσις χώματος, μεταγεν. ἐπιχωματισμός, ὁ, ὡς καὶ νῦν καὶ [[ῥῆμα]] ἐπιχωματίζω, μεταγ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἐπίχωμα]]) [[επιχώννυμι]]<br />[[επισώρευση]] χώματος και άλλων υλικών σε κάποια [[θέση]] για [[ανύψωση]] της επιφάνειας του εδάφους ή για την [[πλήρωση]] κοιλωμάτων, τάφρων κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />όγκος χώματος [[μπροστά]] στο [[χαράκωμα]] για [[προστασία]] από τις βολές του πεζικού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:12, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1005] τό, das darauf Aufgeschüttete, Wall, Damm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχωμα: τό, ἐπισώρευσις χώματος, μεταγεν. ἐπιχωματισμός, ὁ, ὡς καὶ νῦν καὶ ῥῆμα ἐπιχωματίζω, μεταγ.
Greek Monolingual
το (AM ἐπίχωμα) επιχώννυμι
επισώρευση χώματος και άλλων υλικών σε κάποια θέση για ανύψωση της επιφάνειας του εδάφους ή για την πλήρωση κοιλωμάτων, τάφρων κ.λπ.
νεοελλ.
όγκος χώματος μπροστά στο χαράκωμα για προστασία από τις βολές του πεζικού.