ἀτρύγητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atrygitos
|Transliteration C=atrygitos
|Beta Code=a)tru/ghtos
|Beta Code=a)tru/ghtos
|Definition=ον, = foreg., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>925b15</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἀ. γενήματα <span class="bibl"><span class="title">PGnom.</span>233</span> (ii A. D.).</span>
|Definition=ἀτρύγητον, = [[ἀτρυγής]] ([[not gathered]]), Arist. ''Pr.'' 925b15 ; ἀ. γενήματα PGnom. 233 (ii AD).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no recogido]], [[no recolectado]] αἱ ῥᾶγες τετρυγημέναι ... γλυκύτεραί εἰσιν ἢ τῶν ἀτρυγήτων Arist.<i>Pr</i>.925<sup>b</sup>15, ἀ. γενήματα <i>PGnom</i>.104 (II d.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0389.png Seite 389]] dasselbe, dem τετρυγημένος entggstzt, Arist. probl. 20, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0389.png Seite 389]] dasselbe, dem τετρυγημένος entggstzt, Arist. probl. 20, 23.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρύγητος:''' Arst. = [[ἀτρυγής]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀτρύγητος''': -ον, ὁ μὴ τετρυγημένος, ἐπὶ σταφυλῶν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 23. 1· ἀτρῠγής, ές, Ἀνθ. Π. 7. 622.
}}
{{grml
|mltxt=και [[άτρυγος]], -η, -ο (AM [[ἀτρύγητος]], -ον)<br />(για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) [[εκείνος]] του οποίου δεν συγκομίστηκε ο [[καρπός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε [[κάποιος]] («ατρύγητη [[ομορφιά]]»).
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρῠγητος Medium diacritics: ἀτρύγητος Low diacritics: ατρύγητος Capitals: ΑΤΡΥΓΗΤΟΣ
Transliteration A: atrýgētos Transliteration B: atrygētos Transliteration C: atrygitos Beta Code: a)tru/ghtos

English (LSJ)

ἀτρύγητον, = ἀτρυγής (not gathered), Arist. Pr. 925b15 ; ἀ. γενήματα PGnom. 233 (ii AD).

Spanish (DGE)

-ον
no recogido, no recolectado αἱ ῥᾶγες τετρυγημέναι ... γλυκύτεραί εἰσιν ἢ τῶν ἀτρυγήτων Arist.Pr.925b15, ἀ. γενήματα PGnom.104 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 389] dasselbe, dem τετρυγημένος entggstzt, Arist. probl. 20, 23.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρύγητος: Arst. = ἀτρυγής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρύγητος: -ον, ὁ μὴ τετρυγημένος, ἐπὶ σταφυλῶν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 23. 1· ἀτρῠγής, ές, Ἀνθ. Π. 7. 622.

Greek Monolingual

και άτρυγος, -η, -ο (AM ἀτρύγητος, -ον)
(για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε
νεοελλ.
1. (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) εκείνος του οποίου δεν συγκομίστηκε ο καρπός
2. εκείνος τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε κάποιος («ατρύγητη ομορφιά»).