ἐνθουσιαστής: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. ενθουσιάστρια) (AM [[ἐνθουσιαστής]]) [[ενθουσιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να συγκινηθεί [[μέχρι]] ενθουσιασμού<br /><b>μσν.</b><br /><i>οἱ ἐνθουσιασταί</i><br />οι οπαδοί μιας εκκλησιαστικής αιρέσεως με γνωστικίζουσες τάσεις, [[αλλιώς]] <i>Εὐχῑται</i>, [[κατά]] τον 11ο μ.Χ. αιώνα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, [[ένθεος]], [[ζηλωτής]].
|mltxt=ο (θηλ. ενθουσιάστρια) (AM [[ἐνθουσιαστής]]) [[ενθουσιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να συγκινηθεί [[μέχρι]] ενθουσιασμού<br /><b>μσν.</b><br /><i>οἱ ἐνθουσιασταί</i><br />οι οπαδοί μιας εκκλησιαστικής αιρέσεως με γνωστικίζουσες τάσεις, [[αλλιώς]] <i>Εὐχῖται</i>, [[κατά]] τον 11ο μ.Χ. αιώνα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, [[ένθεος]], [[ζηλωτής]].
}}
}}

Latest revision as of 14:23, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθουσιαστής Medium diacritics: ἐνθουσιαστής Low diacritics: ενθουσιαστής Capitals: ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: enthousiastḗs Transliteration B: enthousiastēs Transliteration C: enthousiastis Beta Code: e)nqousiasth/s

English (LSJ)

ἐνθουσιαστοῦ, ὁ, person inspired, possessed, Ptol.Tetr.180, Eust.47 fin.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
inspirado, poseído de pers. nacidas bajo cierto signo zodiacal, Ptol.Tetr.4.4.8, glos. a ἔνθους Hsch., ὁ ἐ. ἤτοι ἔνθεος, οἱονεὶ μαινόμενος Eust.47.46
plu. οἱ ἐνθουσιασταί = los poseídos otro n. de la secta herética de los euquitas o mesalianos, Thdt.HE 4.11.1.

German (Pape)

[Seite 842] ὁ, ein Begeisterter, Schwärmer, Eust., K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθουσιαστής: -οῦ, ὁ πλήρης ἐνθουσιασμοῦ, ζηλωτής, «καὶ ἴσως τοιοῦτός ἐστιν ὁ ἐνθουσιαστής, ἤτοι ἔνθεος, οἱονεὶ μαινόμενος καὶ ἐξεστηκώς» Εὐστ. 48 ἐν τῇ ἀρχῇ. 2) Ἐνθουσιασταί, = Μεσσαλιανοί, Εὐχῖται, Θεδώρ. ΙΙΙ. 1144Α, Τιμ. Πρεσβ. 48Α, κλ.

Greek Monolingual

ο (θηλ. ενθουσιάστρια) (AM ἐνθουσιαστής) ενθουσιάζω
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να συγκινηθεί μέχρι ενθουσιασμού
μσν.
οἱ ἐνθουσιασταί
οι οπαδοί μιας εκκλησιαστικής αιρέσεως με γνωστικίζουσες τάσεις, αλλιώς Εὐχῖται, κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα
αρχ.
αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ένθεος, ζηλωτής.