ἐνθουσιαστής
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
ἐνθουσιαστοῦ, ὁ, person inspired, possessed, Ptol.Tetr.180, Eust.47 fin.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
inspirado, poseído de pers. nacidas bajo cierto signo zodiacal, Ptol.Tetr.4.4.8, glos. a ἔνθους Hsch., ὁ ἐ. ἤτοι ἔνθεος, οἱονεὶ μαινόμενος Eust.47.46
•plu. οἱ ἐνθουσιασταί = los poseídos otro n. de la secta herética de los euquitas o mesalianos, Thdt.HE 4.11.1.
German (Pape)
[Seite 842] ὁ, ein Begeisterter, Schwärmer, Eust., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθουσιαστής: -οῦ, ὁ πλήρης ἐνθουσιασμοῦ, ζηλωτής, «καὶ ἴσως τοιοῦτός ἐστιν ὁ ἐνθουσιαστής, ἤτοι ἔνθεος, οἱονεὶ μαινόμενος καὶ ἐξεστηκώς» Εὐστ. 48 ἐν τῇ ἀρχῇ. 2) Ἐνθουσιασταί, = Μεσσαλιανοί, Εὐχῖται, Θεδώρ. ΙΙΙ. 1144Α, Τιμ. Πρεσβ. 48Α, κλ.
Greek Monolingual
ο (θηλ. ενθουσιάστρια) (AM ἐνθουσιαστής) ενθουσιάζω
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να συγκινηθεί μέχρι ενθουσιασμού
μσν.
οἱ ἐνθουσιασταί
οι οπαδοί μιας εκκλησιαστικής αιρέσεως με γνωστικίζουσες τάσεις, αλλιώς Εὐχῖται, κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα
αρχ.
αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ένθεος, ζηλωτής.