ὑλάεις: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλάεις''': ὑλάεσσα, ὑλάᾶεν, Δωρ. ἀντὶ [[ὑλήεις]].
|lstext='''ὑλάεις''': ὑλάεσσα, ὑλᾶεν, Δωρ. ἀντὶ [[ὑλήεις]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑλάεις:''' ὑλάεσσα, ὑλάᾶεν дор. = [[ὑλήεις]].
|elrutext='''ὑλάεις:''' ὑλάεσσα, ὑλᾶεν дор. = [[ὑλήεις]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 18:48, 6 February 2024

French (Bailly abrégé)

dor. c. ὑλήεις.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλάεις: ὑλάεσσα, ὑλᾶεν, Δωρ. ἀντὶ ὑλήεις.

Russian (Dvoretsky)

ὑλάεις: ὑλάεσσα, ὑλᾶεν дор. = ὑλήεις.

Translations

woody

Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog