ἀλσώδης

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλσώδης Medium diacritics: ἀλσώδης Low diacritics: αλσώδης Capitals: ΑΛΣΩΔΗΣ
Transliteration A: alsṓdēs Transliteration B: alsōdēs Transliteration C: alsodis Beta Code: a)lsw/dhs

English (LSJ)

ἀλσῶδες,
A woodland, κρῆναι E.IA141 (lyr.); τόποι Nic. Thyat. ap.Ath.11.503c, Dsc.4.86.
II growing in woods, of plants, Thphr. HP 3.2.4, LXX 4 Ki.16.4, Hecat.Abd. ap. J.Ap.1.22, Plu.2.648c.

Spanish (DGE)

-ες
I 1de lugares boscoso, rodeado de bosques κρῆναι E.IA 141, τόποι Nicand.Thyat.17, Dsc.4.86, χωρία Ael.NA 4.60.
2 de variedades de árboles de bosque πλάτανον Thphr.HP 3.2.4
subst. τὰ ἀ. árboles de los bosques op. otras variedades, Thphr.CP 2.7.3, HP 3.1.1, 3.2.4, τὰ ἀλσώδη ... καταμῖξαι τοῖς φυτοῖς Plu.2.6.48c.
II propio del bosque sagrado como algo prohibido a los judíos ἄγαλμα δὲ οὐκ ἔστιν οὐδὲ ... φύτευμα παντελῶς οὐδὲν οἷον ἀλσῶδες Hecat.Abd.21 (p.20), esp. en rel. c. los ’āšerah dedicados a Astarté ὑποκάτω παντὸς ξύλου ἀλσώδους LXX Ie.3.6., 4Re.16.4.

German (Pape)

[Seite 110] ες, hainartig, buschig, κρῆναι Eur. I. A. 141; χωρία Ael. H. N. 4, 60.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 boisé, entouré de bois;
2 qui croît dans les bois.
Étymologie: ἄλσος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἀλσώδης:
1 поросший лесом или кустарником (κρῆναι Eur.);
2 лесной (sc. τὰ φυτά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλσώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἄλσει, δασώδης, Εὐρ. Ι. Α. 141. ΙΙ. ὁ ἐν δάσει φυόμενος, ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 2, 4, Ἑβδ., Πλούτ.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀλσώδης) ἄλσος
1. ο όμοιος με άλσος
2. δασωμένος, κατάφυτος, σκιερός
αρχ.
(για φυτά) αυτός που φυτρώνει στα άλση.

Greek Monotonic

ἀλσώδης: -ες (εἶδος), όμοιος, παρόμοιος με ξέφωτο, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἄλσος, εἶδος
like a grove, Eur.

Translations

woody

Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog