ναπώδης
From LSJ
English (LSJ)
ναπῶδες, woody, Eust.277.32, St.Byz. s.v. Βῆσσα.
German (Pape)
[Seite 229] ες, thäler-, schluchtenreich, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
νᾰπώδης: -ες, δρυμώδης, Εὐστ. 277. 32, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. βῆσσα.
Greek Monolingual
ναπώδης, -ῶδες (ΑΜ) νάπη
γεμάτος από νάπες, δρυμώδης, δασώδης.
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog