ὀψιπέδων: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
m (elru replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀψῐπέδων:''' ωνος ὁ (о старом рабе) | |elrutext='''ὀψῐπέδων:''' ωνος ὁ (о старом рабе) состарившийся в оковах Men. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:10, 21 March 2024
English (LSJ)
ωνος, ὁ, one who has long been in fetters, Men.1049 (pl.).
German (Pape)
[Seite 433] ωνος, ὁ, Einer, der lange in Fesseln gelegen hat, Men. bei Phot.
Russian (Dvoretsky)
ὀψῐπέδων: ωνος ὁ (о старом рабе) состарившийся в оковах Men.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψῐπέδων: ὁ, ὁ ἐπὶ πολὺ διατελέσας ἐν δεσμοῖς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 376. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψιπέδωνας· τοὺς ἕως ζῶσιν ἄξοντας πέδας βράδιον».
Greek Monolingual
ὀψιπέδων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πέδων (< πέδη «δεσμός»)].