προπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(13_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=propolios
|Transliteration C=propolios
|Beta Code=propo/lios
|Beta Code=propo/lios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">grey-haired before his time</b>, <span class="bibl">Poll.2.12</span>; <b class="b3">προπόλιος τὴν κόμην</b> Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>4.32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου</b> <b class="b2">chaplet</b>, dub. in <span class="bibl">Semus 20</span>.</span>
|Definition=προπόλιον,<br><span class="bld">A</span> [[grey-haired before his time]], Poll.2.12; <b class="b3">προπόλιος τὴν κόμην</b> Sch.Pi.''O.''4.32.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου</b> [[chaplet]], dub. in Semus 20.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0740.png Seite 740]] 1) = [[προπόλεος]], w. m. s. – 2) vor der Zeit graues Haar habend, Poll. Bei Ath. XIV, 622 c ist προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου περιθέμενοι eine Art Maske, wie es scheint.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0740.png Seite 740]] 1) = [[προπόλεος]], w. m. s. – 2) vor der Zeit graues Haar habend, Poll. Bei Ath. XIV, 622 c ist προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου περιθέμενοι eine Art Maske, wie es scheint.
}}
{{ls
|lstext='''προπόλιος''': -ον, ὁ πρὸ τοῦ προσήκοντος χρόνου πολιὸς γενόμενος, Πολυδ. Β΄, 12· [[προπόλιος]] τὴν κόμην Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 4. 32· [[ἀλλά]], ΙΙ. προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου, [[εἶδος]] καλύμματος ἐξ ἑρπύλλου περικαλύπτοντος τὸ [[πρόσωπον]], Σῆμος παρ’ Ἀθην. 622C· ὁ Δινδ. [[προκόμιον]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου ασπρίζουν τα μαλλιά του [[πριν]] από την ώρα του, πρόωρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου» — [[είδος]] προσωπίδας κατασκευασμένης από το [[φυτό]] [[έρπυλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[φαιός]], [[γκρίζος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπόλιος Medium diacritics: προπόλιος Low diacritics: προπόλιος Capitals: ΠΡΟΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: propólios Transliteration B: propolios Transliteration C: propolios Beta Code: propo/lios

English (LSJ)

προπόλιον,
A grey-haired before his time, Poll.2.12; προπόλιος τὴν κόμην Sch.Pi.O.4.32.
II προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου chaplet, dub. in Semus 20.

German (Pape)

[Seite 740] 1) = προπόλεος, w. m. s. – 2) vor der Zeit graues Haar habend, Poll. Bei Ath. XIV, 622 c ist προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου περιθέμενοι eine Art Maske, wie es scheint.

Greek (Liddell-Scott)

προπόλιος: -ον, ὁ πρὸ τοῦ προσήκοντος χρόνου πολιὸς γενόμενος, Πολυδ. Β΄, 12· προπόλιος τὴν κόμην Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 4. 32· ἀλλά, ΙΙ. προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου, εἶδος καλύμματος ἐξ ἑρπύλλου περικαλύπτοντος τὸ πρόσωπον, Σῆμος παρ’ Ἀθην. 622C· ὁ Δινδ. προκόμιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός του οποίου ασπρίζουν τα μαλλιά του πριν από την ώρα του, πρόωρα
2. φρ. «προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου» — είδος προσωπίδας κατασκευασμένης από το φυτό έρπυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πολιός «φαιός, γκρίζος»].