χάλυβος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalyvos
|Transliteration C=chalyvos
|Beta Code=xa/lubos
|Beta Code=xa/lubos
|Definition=v. sq. <span class="bibl">11</span>.
|Definition=[[χάλυψ]] ''ΙΙ''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1332.png Seite 1332]] ὁ, poet. statt [[χάλυψ]], Σκυθῶν [[ἄποικος]] Aesch. Spt. 710.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1332.png Seite 1332]] ὁ, poet. statt [[χάλυψ]], Σκυθῶν [[ἄποικος]] Aesch. Spt. 710.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[χάλυψ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[χάλυψ]], -<i>υβος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους [[Χάλυβες]], λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χάλυβος:''' ὁ, = [[χάλυψ]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χάλῠβος:''' (ᾰ) ὁ Aesch. = [[χάλυψ]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χάλυβος]], ὁ, = [[χάλυψ]], Aesch., Eur.]
}}
}}

Latest revision as of 09:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλυβος Medium diacritics: χάλυβος Low diacritics: χάλυβος Capitals: ΧΑΛΥΒΟΣ
Transliteration A: chálybos Transliteration B: chalybos Transliteration C: chalyvos Beta Code: xa/lubos

English (LSJ)

χάλυψ ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 1332] ὁ, poet. statt χάλυψ, Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 710.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. χάλυψ.

Greek Monolingual

-ον, Α χάλυψ, -υβος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες, λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.

Greek Monotonic

χάλυβος: ὁ, = χάλυψ, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χάλῠβος: (ᾰ) ὁ Aesch. = χάλυψ.

Middle Liddell

χάλυβος, ὁ, = χάλυψ, Aesch., Eur.]