ἐξιλεωτικός: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(c1)
 
(12)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0882.png Seite 882]] ή, όν, = [[ἐξιλαστικός]], Schol. Tricl. Soph. Ai. 1164.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0882.png Seite 882]] ή, όν, = [[ἐξιλαστικός]], Schol. Tricl. Soph. Ai. 1164.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξιλεωτικός''': -ή, -όν, = ἐξιλαστικός, Τρίκλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1164.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἐξιλεωτικός]], -ή, -όν) [[εξιλεωτής]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[εξιλέωση]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί για [[εξιλέωση]].
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 882] ή, όν, = ἐξιλαστικός, Schol. Tricl. Soph. Ai. 1164.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιλεωτικός: -ή, -όν, = ἐξιλαστικός, Τρίκλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1164.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐξιλεωτικός, -ή, -όν) εξιλεωτής
1. ο σχετικός με την εξιλέωση
2. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για εξιλέωση.