οὐδαμινός: Difference between revisions

(13_1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0408.png Seite 408]] nichtswürdig, nichtsnutzig, nichtig, ohnmächtig, Sp., die auch einen compar. οὐδαμινέστερος gebildet haben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0408.png Seite 408]] nichtswürdig, nichtsnutzig, nichtig, ohnmächtig, Sp., die auch einen compar. οὐδαμινέστερος gebildet haben.
}}
{{ls
|lstext='''οὐδᾰμῐνός''': -ή, -όν, [[ἀνάξιος]] λόγου, οὐδενὸς [[ἄξιος]], Μοσχοπούλου π. Ὀνομάτ. Ἀττ. Συλλογὴ ἐν λ. φαῦλον ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[οὐδαμινός]]· οὐδενὸς λόγου ἄξιός ἐστι. βραχὺς [[εὐτελής]]», πρβλ. [[μηδαμινός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐδαμινός]], -ή, -όν και, [[κατά]] τον <b>Ηρωδιαν.</b>, [[οὐδάμινος]], -η, -ον (Α)<br />[[ανάξιος]] λόγου, [[τιποτένιος]], [[ευτελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδαμοῦ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. [[μηδαμινός]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 408] nichtswürdig, nichtsnutzig, nichtig, ohnmächtig, Sp., die auch einen compar. οὐδαμινέστερος gebildet haben.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδᾰμῐνός: -ή, -όν, ἀνάξιος λόγου, οὐδενὸς ἄξιος, Μοσχοπούλου π. Ὀνομάτ. Ἀττ. Συλλογὴ ἐν λ. φαῦλον ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐδαμινός· οὐδενὸς λόγου ἄξιός ἐστι. βραχὺς εὐτελής», πρβλ. μηδαμινός.

Greek Monolingual

οὐδαμινός, -ή, -όν και, κατά τον Ηρωδιαν., οὐδάμινος, -η, -ον (Α)
ανάξιος λόγου, τιποτένιος, ευτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμοῦ + κατάλ. -ινός (πρβλ. μηδαμινός)].