Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

stater: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(CSV3 import)
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
Line 24: Line 24:
{{nlel
{{nlel
|nleltext=[[στατήρ]]
|nleltext=[[στατήρ]]
}}
{{LaZh
|lnztxt=*stater, eris. m. :: [[一百六十錢]]
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx=ar: ستاتير; bg: статер; br: stater; ca: estàter; cs: statér; de: Stater; el: στατήρας; en: stater; eo: statero; es: estatero; et: stateer; fa: استاتر; fi: stateeri; fr: statère; gl: estatero; he: סטאטר; hr: stater; hu: sztatér; id: stater; it: statere; ja: スタテル; ka: სტატერი; lt: stateras; mk: статер; nl: stater; no: stater; pl: stater; pt: estáter; ru: статер; sh: stater; sr: stater; sv: stater; tg: астир; tl: stater; uk: статер; zh: 斯塔特
|trtx=ar: ستاتير; bg: статер; br: stater; ca: estàter; cs: statér; de: Stater; el: στατήρας; en: stater; eo: statero; es: estatero; et: stateer; fa: استاتر; fi: stateeri; fr: statère; gl: estatero; he: סטאטר; hr: stater; hu: sztatér; id: stater; it: statere; ja: スタテル; ka: სტატერი; lt: stateras; mk: статер; nl: stater; no: stater; pl: stater; pt: estáter; ru: статер; sh: stater; sr: stater; sv: stater; tg: астир; tl: stater; uk: статер; zh: 斯塔特
}}
{{LaZh
|lnztxt=*stater, eris. m. :: [[一百六十錢]]
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 13 June 2024

Latin > English

stater stateris N F :: small silver Jewish coin. (value of four drachma)

Wikipedia EL

An early Archaic silver stater from Corinth, 555–515 BC. Obverse: Pegasus flying left, koppa below. Reverse: quadripartite incuse

Ο στατήρας είναι αρχαίο νόμισμα, γνωστό διεθνώς κυρίως ως τέτοιο της βόρειας Ελλάδας και, συγκεκριμένα, της Μακεδονίας. Στατήρες όμως κόβονταν και κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα από τον 8ο αιώνα π.Χ. σε πολλές περιοχές της, με ευρύτερα γνωστούς τον αιγινητικό στατήρα, τον αττικό, τον ευβοϊκό, τον κορινθιακό και πολύ αργότερα -επειδή η Μακεδονία δεν είχε αρχικά ιδιαίτερα αναπτυγμένο εμπόριο- τον μακεδονικό. Στατήρες κυκλοφόρησαν στη συνέχεια και στην δυτική Ευρώπη από τους Κέλτες, όταν αυτοί μιμήθηκαν τον μακεδονικό στατήρα, τον οποιο γνώρισαν υπηρετώντας ως μισθοφόροι στο στρατό του Φίλιππου Β΄. Στατήρας στην Ελλάδα ονομάζεται επίσης ένα είδος ζυγαριάς, το στατέρι (στην Κέρκυρα) ή στατσέρι ή καντάρι. Τέλος, ο στατήρας εκτός από νόμισμα ήταν και μονάδα βάρους ή μάζας. Τον περασμένο αιώνα στην Ελλάδα ένας στατήρας ή καντάρι αναλογούσε σε 44 οκάδες.

Η λέξη στατήρας (αρχαία ελληνικά: στατήρ, γεν. στατήρος) είναι ομόρριζη των λέξεων σταθμίζω και σταθμά και αποτελεί μετάφραση της φοινικικής λέξης σέκελ (schequel), που σήμαινε σταθμησμένο ή ζυγισμένο και σταθερό βάρος. Το σέκελ ήταν νόμισμα των λαών της Μέσης Ανατολής.

Οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με το σέκελ, όταν άρχισαν να συναλλάσσονται με τους Φοίνικες εμπόρους και κάθε περιοχή της Ελλάδας έκοψε στατήρες διαφορετικού βάρους, ανάλογα με τις εμπορικές επαφές της. Όσες π.χ. πόλεις πρωτογνώρισαν τους στατήρες από τους Πέρσες ή είχαν περισσότερες συναλλαγές με αυτούς, υιοθέτησαν και έκοψαν στατήρες ανάλογους των περσικών: δηλαδή νομίσματα βάρους ίδιου με των περσικών στατήρων, που ζύγιζαν 11,50 γραμμάρια. Όσες πόλεις είχαν περισσότερες συναλλαγές με τους Βαβυλώνιους, έκοψαν στατήρες ανάλογους με τους βαβυλωνιακούς, βάρους περίπου 10 γραμμαρίων. Η Μακεδονία επηρεάστηκε περισσότερο από τον φοινικικό στατήρα και έκοψε βαρύτερους στατήρες, των 14,50 γραμμαρίων. Ωστόσο οι παλαιότεροι ελληνικοί στατήρες χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ. στην Καρία: είναι οι στατήρες του Φάνη.

Wikipedia EN

The stater (/ˈsteɪtər/ or /stɑːˈtɛər/; Ancient Greek: στατήρ IPA: [statɛ̌ːr], literally "weight") was an ancient coin used in various regions of Greece. The term is also used for similar coins, imitating Greek staters, minted elsewhere in ancient Europe.

Latin > English (Lewis & Short)

stăter: ēris, m., = στατήρ,
I a small silver coin of the Jews, of the value of four drachmae, Hier. in Matt. 3, 17, 26; Vulg. 1 Reg. 9, 8; id. Matt. 17, 27.

Latin > French (Gaffiot 2016)

stătēr, ēris, m. (στατήρ),
1 statère, poids : Cod. Th. 12, 7, 1
2 statère, monnaie juive de 4 drachmes : Hier. Matth. 3, 17, 26 ; Eccl.

Latin > German (Georges)

statēr, ēris, m. (στατήρ), I) ein Gewicht, Cod. Theod. 12, 7, 1. – insbes.: a) = semuncia, Boëth. art. geom. p. 426, 6 Fr. Isid. orig. 16, 25. § 15 u. 16. Carm. de libr. sive ass. partt. 10. – b) = quattuor drachmae, Tab. cod. Bob. no. 6. p. 127 Hultsch. – II) eine Silbermünze, vier Drachmen an Wert, der Stater, als jüdische Münze = der Sekel, Ambros. epist. 7, 12. Hieron. in Matth. 3, 10. Vulg. 1. regg. 9, 8 u.a.

Dutch > Greek

στατήρ