θεωρηματικός: Difference between revisions
(13_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theorimatikos | |Transliteration C=theorimatikos | ||
|Beta Code=qewrhmatiko/s | |Beta Code=qewrhmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θεωρηματική, θεωρηματικόν,<br><span class="bld">A</span> to [[be interpreted as seen]], [[ὄνειροι]], opp. [[ἀλληγορικοί]], Artem.4.1.<br><span class="bld">II</span> [[theoretic]], ἀρετή ''Stoic.''3.48, cf. lamb.''Protr.''21. [[λβ]], D.L.3.49; [[dogmatic]], [[epithet]] of Metrodorus, Id.2.113; [[contemplative]], βίος Jul. ad Them.265b; opp. [[πρακτικός]], Id.''Or.''6.190a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1205.png Seite 1205]] einen Lehrsatz betreffend, in Lehrsätzen vorgetragen, bei D. L. 3, 49 im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1205.png Seite 1205]] einen Lehrsatz betreffend, in Lehrsätzen vorgetragen, bei D. L. 3, 49 im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[πρακτικός]], 7, 90 von [[ἀθεώρητος]]. – Οἱ θεωρηματικοί heißen Philosophen, die ihre Lehren in Lehrsätzen vortragen, id. 2, 113 u. a. Sp.; ὄνειροι θ., im <span class="ggns">Gegensatz</span> der ἀλληγορικοί, Artem. 4, 1, die das bedeuten, was man sieht. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεωρημᾰτικός:''' ὁ [[сторонник чистого умозрения]], [[теоретик]] (эпитет философа Метродора) Diog. L. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θεωρημᾰτικός''': -ή, -όν, συμφωνῶν πρὸς ὅ,τι τις βλέπει, ὄνειροι Ἀρτεμ. 4. 1. ΙΙ. ἀγαπῶν τὰ θεωρήματα, [[θεωρητικός]], ἀντίθετον τῷ [[πρακτικός]], Διογ. Λ. 3. 49· [[δογματικός]], ἐπίθ. Μητροδώρου τοῦ μαθητοῦ τοῦ Στίλπωνος, ὁ αὐτ. 2. 113· θ. ἀρεταί, ἅς τις κτᾶται διὰ τῆς φιλοσοφίας, ὁ αὐτ. 7. 90. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεωρηματικός]], -ή, -όν (Α) [[θεώρημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θεώρημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιδίδεται σε [[θεωρία]]<br /><b>3.</b> (ως επίθ. του Μητροδώρου, μαθητή του Στίλπωνος)<br />ο [[δογματικός]], αυτός που πραγματεύεται τη [[διδασκαλία]] του με θεωρήματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «θεωρηματικοὶ ὄνειροι» — τα όνειρα που συμφωνούν με την [[πραγματικότητα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
θεωρηματική, θεωρηματικόν,
A to be interpreted as seen, ὄνειροι, opp. ἀλληγορικοί, Artem.4.1.
II theoretic, ἀρετή Stoic.3.48, cf. lamb.Protr.21. λβ, D.L.3.49; dogmatic, epithet of Metrodorus, Id.2.113; contemplative, βίος Jul. ad Them.265b; opp. πρακτικός, Id.Or.6.190a.
German (Pape)
[Seite 1205] einen Lehrsatz betreffend, in Lehrsätzen vorgetragen, bei D. L. 3, 49 im Gegensatz von πρακτικός, 7, 90 von ἀθεώρητος. – Οἱ θεωρηματικοί heißen Philosophen, die ihre Lehren in Lehrsätzen vortragen, id. 2, 113 u. a. Sp.; ὄνειροι θ., im Gegensatz der ἀλληγορικοί, Artem. 4, 1, die das bedeuten, was man sieht.
Russian (Dvoretsky)
θεωρημᾰτικός: ὁ сторонник чистого умозрения, теоретик (эпитет философа Метродора) Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
θεωρημᾰτικός: -ή, -όν, συμφωνῶν πρὸς ὅ,τι τις βλέπει, ὄνειροι Ἀρτεμ. 4. 1. ΙΙ. ἀγαπῶν τὰ θεωρήματα, θεωρητικός, ἀντίθετον τῷ πρακτικός, Διογ. Λ. 3. 49· δογματικός, ἐπίθ. Μητροδώρου τοῦ μαθητοῦ τοῦ Στίλπωνος, ὁ αὐτ. 2. 113· θ. ἀρεταί, ἅς τις κτᾶται διὰ τῆς φιλοσοφίας, ὁ αὐτ. 7. 90.
Greek Monolingual
θεωρηματικός, -ή, -όν (Α) θεώρημα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεώρημα
2. αυτός που επιδίδεται σε θεωρία
3. (ως επίθ. του Μητροδώρου, μαθητή του Στίλπωνος)
ο δογματικός, αυτός που πραγματεύεται τη διδασκαλία του με θεωρήματα
4. φρ. «θεωρηματικοὶ ὄνειροι» — τα όνειρα που συμφωνούν με την πραγματικότητα.