ῥυΐσκομαι: Difference between revisions
(13_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ryiskomai | |Transliteration C=ryiskomai | ||
|Beta Code=r(ui/+skomai | |Beta Code=r(ui/+skomai | ||
|Definition=(ῥέω) < | |Definition=([[ῥέω]])<br><span class="bld">A</span> [[have]] [[diarrhoea]], Hld.2.19:—prob. [[flow]] (metaph.) in Archil.142.<br><span class="bld">2</span> [[suffer from falling hair]], Orib.''Eup.''4.6.<br><span class="bld">II</span> Math., <b class="b3">ἡ αὐτὴ στιγμὴ ῥυϊσκομένη ποιεῖ τὸ μέγεθος ἀλλ' οὐ παρατιθεμένη πρὸς ἄλλην στιγμήν</b> [[flowing]], Simp.''in Ph.''722.30; cf. [[ῥέω]] 1.5b, ῥύσις ''III''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] spätere Nebenform von ῥέω; bes. = den Fluß, den Bauchfluß haben od. bekommen, Eust.; ἐκ τοῦ γάλακτος, Heliod. 2, 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] spätere Nebenform von ῥέω; bes. = den Fluß, den Bauchfluß haben od. bekommen, Eust.; ἐκ τοῦ γάλακτος, Heliod. 2, 19. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥῠΐσκομαι''': ἀποθετ., (ῥέω) [[πάσχω]] ἐκ διαρροίας, Ἡλιόδ. 2. 19. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>(απόθ.)</b><br /><b>1.</b> [[υποφέρω]] από [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] [[τριχόπτωση]]<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> ρέω, χύνομαι<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) <i>ὁ ῥυϊσκόμενος</i><br />ο εκτεινόμενος ή ο [[ρευστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ῥυΐσκομαι]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥύαξ]], [[ῥύσις]]) με [[επίθημα]] -[[ίσκω]] / -<i>ίσκομαι</i> ([[πρβλ]]. [[ἁλίσκομαι]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
(ῥέω)
A have diarrhoea, Hld.2.19:—prob. flow (metaph.) in Archil.142.
2 suffer from falling hair, Orib.Eup.4.6.
II Math., ἡ αὐτὴ στιγμὴ ῥυϊσκομένη ποιεῖ τὸ μέγεθος ἀλλ' οὐ παρατιθεμένη πρὸς ἄλλην στιγμήν flowing, Simp.in Ph.722.30; cf. ῥέω 1.5b, ῥύσις III.
German (Pape)
[Seite 851] spätere Nebenform von ῥέω; bes. = den Fluß, den Bauchfluß haben od. bekommen, Eust.; ἐκ τοῦ γάλακτος, Heliod. 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠΐσκομαι: ἀποθετ., (ῥέω) πάσχω ἐκ διαρροίας, Ἡλιόδ. 2. 19.
Greek Monolingual
Α
(απόθ.)
1. υποφέρω από διάρροια
2. παρουσιάζω τριχόπτωση
3. πιθ. ρέω, χύνομαι
4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) ὁ ῥυϊσκόμενος
ο εκτεινόμενος ή ο ρευστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυΐσκομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω (πρβλ. ῥύαξ, ῥύσις) με επίθημα -ίσκω / -ίσκομαι (πρβλ. ἁλίσκομαι)].