βρασματίας: Difference between revisions
From LSJ
σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vrasmatias | |Transliteration C=vrasmatias | ||
|Beta Code=brasmati/as | |Beta Code=brasmati/as | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=-ου, ὁ, = [[βράστης]], opp. [[σεισματίας]], Posidon. ap. D.L.7.154, Amm.Marc.17.7.13 (pl.), Heraclit.''All.''38. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[sacudida]] de la tierra en sentido vertical εἶναι δ' αὐτῶν (σεισμῶν) τοὺς μὲν σεισματίας ... τοὺς δὲ [[βρασματίας]] Posidon.12, cf. Heraclit.<i>All</i>.38, Amm.Marc.17.7.13. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0461.png Seite 461]] ὁ, = [[βράστης]]; ἄνεμοι βρασματίαι καὶ σεισματίαι D. L. 7, 155. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0461.png Seite 461]] ὁ, = [[βράστης]]; ἄνεμοι βρασματίαι καὶ σεισματίαι D. L. 7, 155. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρασματίας:''' ου adj. m [[βράσσω]] вихревой, крутящийся (ἄνεμοι Diog. L.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βρασματίας''': [[βράστης]], ἀντίθετον τῷ [[σεισματίας]], Ποσειδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 154, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38. [2, 98. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βρασματίας]], ο (Α) [[βράσσω]], [[βράζω]]<br />αυτός που προκαλεί σεισμό με κατακόρυφες δονήσεις. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, = βράστης, opp. σεισματίας, Posidon. ap. D.L.7.154, Amm.Marc.17.7.13 (pl.), Heraclit.All.38.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ sacudida de la tierra en sentido vertical εἶναι δ' αὐτῶν (σεισμῶν) τοὺς μὲν σεισματίας ... τοὺς δὲ βρασματίας Posidon.12, cf. Heraclit.All.38, Amm.Marc.17.7.13.
German (Pape)
[Seite 461] ὁ, = βράστης; ἄνεμοι βρασματίαι καὶ σεισματίαι D. L. 7, 155.
Russian (Dvoretsky)
βρασματίας: ου adj. m βράσσω вихревой, крутящийся (ἄνεμοι Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
βρασματίας: βράστης, ἀντίθετον τῷ σεισματίας, Ποσειδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 154, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38. [2, 98.
Greek Monolingual
βρασματίας, ο (Α) βράσσω, βράζω
αυτός που προκαλεί σεισμό με κατακόρυφες δονήσεις.