σαφήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
mNo edit summary Tag: Reverted |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=safh/twr | |Beta Code=safh/twr | ||
|Definition=-ορος, ὁ, (as if from [[σαφέω]]) [[explainer]], [[interpreter]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; perhaps a variant for [[ἀφήτωρ]], Il.9.404. | |Definition=-ορος, ὁ, (as if from [[σαφέω]]) [[explainer]], [[interpreter]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; perhaps a variant for [[ἀφήτωρ]], Il.9.404. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ορος, ὁ, <i>[[Erklärer]], [[Deuter]]</i>, Hesych. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μάντις]] [[ἀληθής]], [[μηνυτής]], [[ἑρμηνευτής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρλλ. εσφ. τ. του [[ἀφήτωρ]] «[[προφήτης]]»]. | |mltxt=-ορος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μάντις]] [[ἀληθής]], [[μηνυτής]], [[ἑρμηνευτής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρλλ. εσφ. τ. του [[ἀφήτωρ]] «[[προφήτης]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:23, 24 October 2024
English (LSJ)
-ορος, ὁ, (as if from σαφέω) explainer, interpreter, Hsch.; perhaps a variant for ἀφήτωρ, Il.9.404.
German (Pape)
ορος, ὁ, Erklärer, Deuter, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰφήτωρ: -ορος, ὁ, (ὥσπερ ἐκ ῥήματος σαφέω), ὁ ἐξηγούμενος, ἑρμηνευτής, «μάντις ἀληθής, μηνυτής, ἑρμηνεὺς» Ἡσύχ.· ἴσως ἐκ τοῦ χωρίου τῆς Ἰλ. Ι. 404, ἔνθα τὸ ἀφήτωρ, ὡς ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, ἑρμηνεύεται ὑπό τινων ὡς = ἀσαφήτωρ· πρβλ. Λοξίας.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «μάντις ἀληθής, μηνυτής, ἑρμηνευτής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. εσφ. τ. του ἀφήτωρ «προφήτης»].