Σάμιος: Difference between revisions
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | {{LSJ2 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=Σᾰ́μιος | ||
|Medium diacritics=Σάμιος | |Medium diacritics=Σάμιος | ||
|Low diacritics=Σάμιος | |Low diacritics=Σάμιος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Samios | |Transliteration C=Samios | ||
|Beta Code=*sa/mios | |Beta Code=*sa/mios | ||
|Definition=Σαμία, Σάμιον, [[from Samos]] ([[Σάμος]]). | |Definition=Σαμία, Σάμιον, [[Samian]], [[Samiot]], [[from Samos]] ([[Σάμος]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 15:16, 15 November 2024
English (LSJ)
Σαμία, Σάμιον, Samian, Samiot, from Samos (Σάμος).
French (Bailly abrégé)
Σαμία, Σάμιον :
de Samos ; ὁ Σάμιος habitant de Samos, Samien ; ἡ Σαμία (γῆ) territoire de Samos.
Étymologie: Σάμος.
Russian (Dvoretsky)
Σάμιος: (ᾰ) самосский Her., Thuc., Xen.
II ὁ уроженец Самоса или житель Самоса Her. etc.
III ὁ Самий (спартанский наварх) Xen.
Greek Monolingual
-α, -ο / Σάμιος, Σαμία, Σάμιον, ΝΜΑ Σάμος
1. ο κάτοικος της Σάμου ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο, σαμιακός
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Σαμία
(ενν. γῆ) η νήσος Σάμος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Σάμιος
προσωνυμία του Ποσειδώνος σε πόλη της Τριφιλίας
3. φρ. «Σάμιος ἀστήρ» — είδος αργίλου με θεραπευτικές ιδιότητες.