ἐναγγειόσπερμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />bot., neutr. subst. τὰ ἐ. (<i>[[sc.]]</i> φυτά) ref. la subclase del reino vegetal de [[plantas cuyas semillas van dentro de una cápsula]] op. [[τὰ ἐνυμενόσπερμα]] y [[τὰ γυμνόσπερμα]] Thphr.<i>CP</i> 4.15.2, cf. <i>HP</i> 8.3.4.
|dgtxt=-ον<br />bot., neutr. subst. τὰ [[ἐναγγειόσπερμα]] (<i>[[sc.]]</i> φυτά) ref. la subclase del reino vegetal de [[plantas cuyas semillas van dentro de una cápsula]] op. τὰ [[ἐνυμενόσπερμος|ἐνυμενόσπερμα]] y τὰ [[γυμνόσπερμος|γυμνόσπερμα]] Thphr.<i>CP</i> 4.15.2, cf. <i>HP</i> 8.3.4.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[bedecktsamig]], [[Samen in Gefäßen enthaltend]], [[Samen in Kapseln enthaltend]]</i>, Theophr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ενανγειοσπέρματος (Α [[ἐναγγειόσπερμος]], -ον και [[ἐναγγειοσπέρματος]], -ον)<br />[[φυτό]] που έχει τα σπέρματά του [[μέσα]] σε [[κοιλότητα]] όμοια με [[αγγείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φυτολ.)</b> «εναγγειόσπερμα ή [[αγγειόσπερμα]] φυτά».
|mltxt=και ενανγειοσπέρματος (Α [[ἐναγγειόσπερμος]], -ον και [[ἐναγγειοσπέρματος]], -ον)<br />[[φυτό]] που έχει τα σπέρματά του [[μέσα]] σε [[κοιλότητα]] όμοια με [[αγγείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φυτολ.)</b> «εναγγειόσπερμα ή [[αγγειόσπερμα]] φυτά».
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Samen in Gefäßen]], [[Kapseln enthaltend]]</i>, Theophr.
}}
}}

Latest revision as of 16:44, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναγγειόσπερμος Medium diacritics: ἐναγγειόσπερμος Low diacritics: εναγγειόσπερμος Capitals: ΕΝΑΓΓΕΙΟΣΠΕΡΜΟΣ
Transliteration A: enangeióspermos Transliteration B: enangeiospermos Transliteration C: enaggeiospermos Beta Code: e)naggeio/spermos

English (LSJ)

ἐναγγειόσπερμον, having the seed in a capsule, Thphr. HP 1.11.3,CP4.7.5.

Spanish (DGE)

-ον
bot., neutr. subst. τὰ ἐναγγειόσπερμα (sc. φυτά) ref. la subclase del reino vegetal de plantas cuyas semillas van dentro de una cápsula op. τὰ ἐνυμενόσπερμα y τὰ γυμνόσπερμα Thphr.CP 4.15.2, cf. HP 8.3.4.

German (Pape)

bedecktsamig, Samen in Gefäßen enthaltend, Samen in Kapseln enthaltend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναγγειόσπερμος: αὐτόθι 8, 3, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 5.

Greek Monolingual

και ενανγειοσπέρματος (Α ἐναγγειόσπερμος, -ον και ἐναγγειοσπέρματος, -ον)
φυτό που έχει τα σπέρματά του μέσα σε κοιλότητα όμοια με αγγείο
νεοελλ.
(φυτολ.) «εναγγειόσπερμα ή αγγειόσπερμα φυτά».