πιτυρώδης: Difference between revisions
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
(c1) |
m (Text replacement - " )" to ")") |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pityrodis | |Transliteration C=pityrodis | ||
|Beta Code=piturw/dhs | |Beta Code=piturw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=πιτυρῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[bran-like]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.5.4, Gal.6.483; <b class="b3">ὑποστάσιες π.</b>, of sediment in urine, Hp.''Prog.''12.<br><span class="bld">2</span> [[scurfy]], Id.''Aph.''4.77, ''Coac.''570. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0622.png Seite 622]] ες, 1) kleienartig. – 2) schorfartig, sp. Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0622.png Seite 622]] ες, 1) kleienartig. – 2) schorfartig, sp. Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πῐτῡρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς πίτυρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 4· ἄρτοι π. Γαλην. 2) πάσχων ἐκ πιτυριάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, τλ. 3) πρβλ. [[πίτυρον]] 3. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[πίτυρον]]<br /><b>1.</b> ο ὁμοιος με πίτυρα, [[πιτυροειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει πίτυρα, [[πιτυρούχος]]<br /><b>3.</b> (για τα [[ούρα]]) αυτός που έχει τη [[μορφή]] πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῖσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[πιτυρίαση]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πιτυρώδης]]<br />ο [[πιτυρούχος]] [[άρτος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πιτυρώδης -ες [πίτυρον] lijkend op zemelen:. πιτυρώδες (''[[sc.]]'' ὑποστάσιες) zemelachtige urinebezinksels Hp. Prog. 12. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:36, 13 October 2024
English (LSJ)
πιτυρῶδες,
A bran-like, Thphr. CP 1.5.4, Gal.6.483; ὑποστάσιες π., of sediment in urine, Hp.Prog.12.
2 scurfy, Id.Aph.4.77, Coac.570.
German (Pape)
[Seite 622] ες, 1) kleienartig. – 2) schorfartig, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῡρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πίτυρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 4· ἄρτοι π. Γαλην. 2) πάσχων ἐκ πιτυριάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, τλ. 3) πρβλ. πίτυρον 3.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πίτυρον
1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής
2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος
3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῖσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)
4. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πιτυρίαση
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ πιτυρώδης
ο πιτυρούχος άρτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιτυρώδης -ες [πίτυρον] lijkend op zemelen:. πιτυρώδες (sc. ὑποστάσιες) zemelachtige urinebezinksels Hp. Prog. 12.