μύσις: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(c2) |
m (Text replacement - "Ion. ιος" to "Ion. -ιος") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mysis | |Transliteration C=mysis | ||
|Beta Code=mu/sis | |Beta Code=mu/sis | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], εως, Ion. -ιος, ἡ, ([[μύω]]) [[closing]], ὑστέρης Aret.''SD''2.1, cf. Dsc.1.32 (pl.); [[στομίων]], [[στομάχου]], [[πόρων]], Gal.6.218,7.249,10.602. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] ἡ, das Zusammendrücken, Schließen des Mundes, der Augen u. anderer Dinge, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] ἡ, das Zusammendrücken, Schließen des Mundes, der Augen u. anderer Dinge, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μύσις''': [ῠ], εως, ἡ, (μύω) τὸ κλείειν τὰ χείλη, τοὺς ὀφθαλμούς, κτλ., Ἐκκλ.· ἐπὶ τῆς μήτρας, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), τὸ νὰ εἶναί τις κεκλεισμένος, [[ἔμφραξις]], ἐπὶ τῶν πόρων, τῶν ἐντοσθίων, κτλ. Ἰατρ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μύσις]], -εως [[μύω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του μύω, η [[σύγκλειση]] τών βλεφάρων ή τών χειλιών ή άλλου ανοίγματος του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[διαρκής]] [[στένωση]] της κόρης τών οφθαλμών<br /><b>μσν.</b><br />[[στενότητα]] νου, σκέψης.<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] οστρακοδέρμων, [[τύπος]] της οικογένειας τών μυσιδακωδών. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:58, 16 September 2023
English (LSJ)
[ῠ], εως, Ion. -ιος, ἡ, (μύω) closing, ὑστέρης Aret.SD2.1, cf. Dsc.1.32 (pl.); στομίων, στομάχου, πόρων, Gal.6.218,7.249,10.602.
German (Pape)
[Seite 222] ἡ, das Zusammendrücken, Schließen des Mundes, der Augen u. anderer Dinge, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μύσις: [ῠ], εως, ἡ, (μύω) τὸ κλείειν τὰ χείλη, τοὺς ὀφθαλμούς, κτλ., Ἐκκλ.· ἐπὶ τῆς μήτρας, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), τὸ νὰ εἶναί τις κεκλεισμένος, ἔμφραξις, ἐπὶ τῶν πόρων, τῶν ἐντοσθίων, κτλ. Ἰατρ.
Greek Monolingual
(I)
η (ΑΜ μύσις, -εως μύω
το αποτέλεσμα του μύω, η σύγκλειση τών βλεφάρων ή τών χειλιών ή άλλου ανοίγματος του σώματος
νεοελλ.
η διαρκής στένωση της κόρης τών οφθαλμών
μσν.
στενότητα νου, σκέψης.
(II)
η
ζωολ. γένος οστρακοδέρμων, τύπος της οικογένειας τών μυσιδακωδών.