τρίλιθος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(c1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1144.png Seite 1144]] von, mit drei Steinen, bes. Edelsteinen, Gloss.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1144.png Seite 1144]] von, mit drei Steinen, bes. Edelsteinen, Gloss.
}}
{{ls
|lstext='''τρίλῐθος''': -ον, ὁ ἐκ τριῶν λίθων, Γλωσσ.· - τὸ τρίλιθον, [[ναός]] τις (ἐν Ἡλιουπόλει, Bâlbec) ἔχων κίονας πελωρίους, ὧν [[ἕκαστος]] σύγκειται ἐκ τριῶν λίθων, «κατέλυσε δὲ καὶ τὸ ἱερὸν Ἡλιουπόλεως τὸ μέγα καὶ περιβόητον τὸ λεγόμενον τρίλιθον» Ἰω. Μαλάλ. σ. 344, 22, Χρον. Πασχάλ. σ. 303D, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίλιθος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] λίθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίλιθο</i><br />[[μνημείο]] από [[τρεις]] λίθους<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ονομασία]] ναού που είχε πελώριους κίονες από τους οποίους ο [[καθένας]] είχε [[τρεις]] λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] ([[πρβλ]]. [[έξηκοντάλιθος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 1144] von, mit drei Steinen, bes. Edelsteinen, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τρίλῐθος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν λίθων, Γλωσσ.· - τὸ τρίλιθον, ναός τις (ἐν Ἡλιουπόλει, Bâlbec) ἔχων κίονας πελωρίους, ὧν ἕκαστος σύγκειται ἐκ τριῶν λίθων, «κατέλυσε δὲ καὶ τὸ ἱερὸν Ἡλιουπόλεως τὸ μέγα καὶ περιβόητον τὸ λεγόμενον τρίλιθον» Ἰω. Μαλάλ. σ. 344, 22, Χρον. Πασχάλ. σ. 303D, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίλιθος, -ον, ΝΜ
αυτός που αποτελείται από τρεις λίθους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίλιθο
μνημείο από τρεις λίθους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. ονομασία ναού που είχε πελώριους κίονες από τους οποίους ο καθένας είχε τρεις λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + λίθος (πρβλ. έξηκοντάλιθος)].