πενητοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los

Menander, Monostichoi, 345
(c1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0554.png Seite 554]] Arme pflegend, Greg. Naz. ep. (VIII, 31), χεῖρες.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0554.png Seite 554]] Arme pflegend, Greg. Naz. ep. (VIII, 31), χεῖρες.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui prend soin des pauvres]].<br />'''Étymologie:''' [[πένης]], [[κομέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πενητοκόμος:''' заботящийся о бедных, т. е. милосердный (χεῖρες Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''πενητοκόμος''': -ον, ὁ φροντίζων περὶ τῶν πενήτων, περιποιούμενος αὐτούς, χεῖρες Ἀνθ. Π. 8. 31.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φροντίζει τους πένητες, τους φτωχούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πένης]], -<i>ητος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), [[πρβλ]]. [[βρεφοκόμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πενητοκόμος:''' -ον ([[κομέω]]), αυτός που φροντίζει τους φτωχούς, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πενητο-κόμος, ον, [[κομέω]]<br />tending the [[poor]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 554] Arme pflegend, Greg. Naz. ep. (VIII, 31), χεῖρες.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin des pauvres.
Étymologie: πένης, κομέω.

Russian (Dvoretsky)

πενητοκόμος: заботящийся о бедных, т. е. милосердный (χεῖρες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πενητοκόμος: -ον, ὁ φροντίζων περὶ τῶν πενήτων, περιποιούμενος αὐτούς, χεῖρες Ἀνθ. Π. 8. 31.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φροντίζει τους πένητες, τους φτωχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένης, -ητος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφοκόμος].

Greek Monotonic

πενητοκόμος: -ον (κομέω), αυτός που φροντίζει τους φτωχούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

πενητο-κόμος, ον, κομέω
tending the poor, Anth.