κατακλησία: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataklisia
|Transliteration C=kataklisia
|Beta Code=kataklhsi/a
|Beta Code=kataklhsi/a
|Definition=ἡ, = sq. <span class="bibl">2</span>, <span class="bibl">Poll.8.116</span>, Hsch.
|Definition=ἡ, = [[κατάκλησις]] ([[summoning by name]], [[summoning of the whole body of citizens]], [[invocation]], [[recalling]]) 2, Poll. 8.116, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1353.png Seite 1353]] ἡ, das Herbeirufen, nach Poll. 8, 116 u. Hesych. eine Volksversammlung, zu der man auch die Bürger vom Lande einberief.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1353.png Seite 1353]] ἡ, das Herbeirufen, nach Poll. 8, 116 u. Hesych. eine Volksversammlung, zu der man auch die Bürger vom Lande einberief.
}}
{{ls
|lstext='''κατακλησία''': ἡ, = τῷ ἑπομ.· «[[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]], ἣν [[ἐξαίφνης]] ἐποίουν μείζονος χρείας ἐπιλαβούσης· ἐκαλεῖτο δὲ καὶ [[κατακλησία]] ὅτι καὶ τοὺς ἐκ τῶν ἀγρῶν κατεκάλουν» Πολυδ. Η΄, 116.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακλησία]], ἡ (Α) [[κατάκλητος]]<br />έκτακτη [[συνέλευση]] για κρίσιμα θέματα, στην οποία καλούσαν και όσους βρίσκονταν στην ύπαιθρο.
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακλησία Medium diacritics: κατακλησία Low diacritics: κατακλησία Capitals: ΚΑΤΑΚΛΗΣΙΑ
Transliteration A: kataklēsía Transliteration B: kataklēsia Transliteration C: kataklisia Beta Code: kataklhsi/a

English (LSJ)

ἡ, = κατάκλησις (summoning by name, summoning of the whole body of citizens, invocation, recalling) 2, Poll. 8.116, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, das Herbeirufen, nach Poll. 8, 116 u. Hesych. eine Volksversammlung, zu der man auch die Bürger vom Lande einberief.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλησία: ἡ, = τῷ ἑπομ.· «σύγκλητος ἐκκλησία, ἣν ἐξαίφνης ἐποίουν μείζονος χρείας ἐπιλαβούσης· ἐκαλεῖτο δὲ καὶ κατακλησία ὅτι καὶ τοὺς ἐκ τῶν ἀγρῶν κατεκάλουν» Πολυδ. Η΄, 116.

Greek Monolingual

κατακλησία, ἡ (Α) κατάκλητος
έκτακτη συνέλευση για κρίσιμα θέματα, στην οποία καλούσαν και όσους βρίσκονταν στην ύπαιθρο.