κατάκλητος
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
κατάκλητον, specially summoned, ἐν κ. ἁλίᾳ Tab.Heracl. 1.11, 2.10.
German (Pape)
[Seite 1353] zusammenberufen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλητος: -ον, προσκληθείς, ἐν κ. ἁλίᾳ Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 10· πρβλ., τῶν Ἀττικῶν κατακλησία.
Greek Monolingual
κατάκλητος, -ον (Α) κατακαλῶ
ο προσκεκλημένος.