κατάντλημα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katantlima
|Transliteration C=katantlima
|Beta Code=kata/ntlhma
|Beta Code=kata/ntlhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">douche</b>, Dsc.1.104.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[douche]], Dsc.1.104.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] τό, das Daraufgeschüttete, bes. Bähung, warmer Umschlag, Diosc. u. a. sp. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] τό, das Daraufgeschüttete, bes. Bähung, warmer Umschlag, Diosc. u. a. sp. Medic.
}}
{{ls
|lstext='''κατάντλημα''': (καὶ [[ἐπάντλημα]]), τό, [[πλύσιμον]], διὰ θερμοῦ [[μάλιστα]] ὕδατος πρὸς θεραπείαν, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, αἰονήματα τὰ καταντλήματα φασὶν ἰατροὶ Ἐτυμ. Μέγ.· [[κατάντλημα]] ποδάγρας ἄριστον τὸ [[ἀφέψημα]] τῶν φύλλων Διοσκ. 1, 135· ἐν καταντλήμασι καὶ πυριάσεσιν ὁ αὐτ.· καταντλήμασι καὶ περιπλάσμασιν ἁπαλοῖς Βασίλ.· ἐπαντλεῖν κ. Γαλην. 14, 227, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάντλημα]], τὸ (Α) [[καταντλώ]]<br /><b>1.</b> [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> θερμό [[επίθεμα]], [[κομπρέσα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάντλημα Medium diacritics: κατάντλημα Low diacritics: κατάντλημα Capitals: ΚΑΤΑΝΤΛΗΜΑ
Transliteration A: katántlēma Transliteration B: katantlēma Transliteration C: katantlima Beta Code: kata/ntlhma

English (LSJ)

-ατος, τό, douche, Dsc.1.104.

German (Pape)

[Seite 1366] τό, das Daraufgeschüttete, bes. Bähung, warmer Umschlag, Diosc. u. a. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντλημα: (καὶ ἐπάντλημα), τό, πλύσιμον, διὰ θερμοῦ μάλιστα ὕδατος πρὸς θεραπείαν, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, αἰονήματα τὰ καταντλήματα φασὶν ἰατροὶ Ἐτυμ. Μέγ.· κατάντλημα ποδάγρας ἄριστον τὸ ἀφέψημα τῶν φύλλων Διοσκ. 1, 135· ἐν καταντλήμασι καὶ πυριάσεσιν ὁ αὐτ.· καταντλήμασι καὶ περιπλάσμασιν ἁπαλοῖς Βασίλ.· ἐπαντλεῖν κ. Γαλην. 14, 227, 6.

Greek Monolingual

κατάντλημα, τὸ (Α) καταντλώ
1. λουτρό
2. θερμό επίθεμα, κομπρέσα.