τηκτικός: Difference between revisions
From LSJ
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tiktikos | |Transliteration C=tiktikos | ||
|Beta Code=thktiko/s | |Beta Code=thktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=τηκτική, τηκτικόν, ([[τήκω]])<br><span class="bld">A</span> [[able to dissolve]], τινος [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]'' 648b17 (Comp.), cf. ''Pr.''907b8; τ. δύναμις S.E.''M.''8.198.<br><span class="bld">2</span> [[suit able for reducing]], σπληνός Dsc.4.183. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1105.png Seite 1105]] schmelzend, auflösend, τηκτικώτερον τοῦ τηκτοῦ, Arist. part. an. 2, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1105.png Seite 1105]] schmelzend, auflösend, τηκτικώτερον τοῦ τηκτοῦ, Arist. part. an. 2, 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τηκτικός:''' [[расплавляющий]], [[растопляющий]] Arst., Diod. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τηκτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διαλύσῃ, τήξῃ, τινος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· τ. [[δύναμις]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 198, 199. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τηκτικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[τηκτός]]<br />αυτός που προκαλεί [[τήξη]], που έχει την [[ιδιότητα]] να λειώνει<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για την [[ελάττωση]] του όγκου («τηκτικὸν σπληνός», <b>Διοσκ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
τηκτική, τηκτικόν, (τήκω)
A able to dissolve, τινος Arist.PA 648b17 (Comp.), cf. Pr.907b8; τ. δύναμις S.E.M.8.198.
2 suit able for reducing, σπληνός Dsc.4.183.
German (Pape)
[Seite 1105] schmelzend, auflösend, τηκτικώτερον τοῦ τηκτοῦ, Arist. part. an. 2, 2.
Russian (Dvoretsky)
τηκτικός: расплавляющий, растопляющий Arst., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
τηκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διαλύσῃ, τήξῃ, τινος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· τ. δύναμις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 198, 199.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τηκτικός, -ή, -όν ΝΜΑ τηκτός
αυτός που προκαλεί τήξη, που έχει την ιδιότητα να λειώνει
αρχ.
ο κατάλληλος για την ελάττωση του όγκου («τηκτικὸν σπληνός», Διοσκ.).