Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαλκοάρης: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(c1)
 
(1b)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1330.png Seite 1330]] ες, od. [[χαλκοάρας]], ὁ, poet. = [[χαλκήρης]], Pind. I. 3, 81. 4, 45.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1330.png Seite 1330]] ες, od. [[χαλκοάρας]], ὁ, poet. = [[χαλκήρης]], Pind. I. 3, 81. 4, 45.
}}
{{ls
|lstext='''χαλκοάρης''': [ᾰ], ες, γεν. εος, ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] ἀντὶ [[χαλκήρης]], ὡπλισμένος διὰ χαλκῶν ὅπλων, Πινδ. Ι. 4 (3). 107., 5 (4). 51.
}}
{{grml
|mltxt=και [[χαλκοάρας]], -ες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[χαλκήρης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοάρης:''' [ᾰ], -ες, γεν. <i>-εος</i>, ποιητ. [[μορφή]] του χαλκ-[[ήρης]], οπλισμένος με όπλα από χαλκό, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χᾰλκο-άρης, ες poet. [[form]] of [[χαλκήρης]]<br />[[brass]]-[[armed]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1330] ες, od. χαλκοάρας, ὁ, poet. = χαλκήρης, Pind. I. 3, 81. 4, 45.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοάρης: [ᾰ], ες, γεν. εος, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ χαλκήρης, ὡπλισμένος διὰ χαλκῶν ὅπλων, Πινδ. Ι. 4 (3). 107., 5 (4). 51.

Greek Monolingual

και χαλκοάρας, -ες, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χαλκήρης.

Greek Monotonic

χαλκοάρης: [ᾰ], -ες, γεν. -εος, ποιητ. μορφή του χαλκ-ήρης, οπλισμένος με όπλα από χαλκό, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χᾰλκο-άρης, ες poet. form of χαλκήρης
brass-armed, Pind.