ὀστεουλκός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(c1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0398.png Seite 398]] ὁ, eine Zange zum Herausziehen von Knochensplittern, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0398.png Seite 398]] ὁ, eine Zange zum Herausziehen von Knochensplittern, Hippocr.
}}
{{ls
|lstext='''ὀστεουλκός''': ὁ, λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν θραυσμάτων ὀστοῦ, Ἱππ. (;).
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀστεουλκός]])<br />[[λαβίδα]] για τη [[συγκράτηση]] και την [[εξαγωγή]] θραυσμάτων οστού, η [[οστεάγρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]] ή [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), [[πρβλ]]. [[λιθουλκός]], [[ξιφουλκός]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:53, 9 May 2023

German (Pape)

[Seite 398] ὁ, eine Zange zum Herausziehen von Knochensplittern, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστεουλκός: ὁ, λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν θραυσμάτων ὀστοῦ, Ἱππ. (;).

Greek Monolingual

ο (Α ὀστεουλκός)
λαβίδα για τη συγκράτηση και την εξαγωγή θραυσμάτων οστού, η οστεάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. λιθουλκός, ξιφουλκός].