καταναγκαστικός: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katanagkastikos
|Transliteration C=katanagkastikos
|Beta Code=katanagkastiko/s
|Beta Code=katanagkastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">conclusive, cogent</b>, λόγος <span class="bibl"><span class="title">EM</span>239.43</span>.</span>
|Definition=καταναγκαστική, καταναγκαστικόν, [[conclusive]], [[cogent]], λόγος ''EM''239.43.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1365.png Seite 1365]] ή, όν, zwingend, nöthigend, [[λόγος]], E. M. 239, 43.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1365.png Seite 1365]] ή, όν, zwingend, nöthigend, [[λόγος]], E. M. 239, 43.
}}
{{ls
|lstext='''καταναγκαστικός''': -ή, -όν, [[ὅστις]] καταναγκάζει, [[ἀναγκαῖος]], Ἐτυμολογ. Μέγ. 239, 43.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[καταναγκαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να καταναγκάζει<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με καταναγκασμό, αυτός που επιβάλλεται με τη βία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καταναγκαστικά έργα» <br />α) παλαιότερη [[ποινή]] [[κατά]] την οποία οι κατάδικοι εξαναγκάζονταν να κάνουν κοπιώδεις χειρωνακτικές εργασίες με αυστηρή [[επιτήρηση]] και, παλαιότερα, με αλυσίδες στα πόδια<br />β) <b>μτφ.</b> ανυπόφορη και βαρύτατη [[εργασία]] («αυτή δεν [[είναι]] δουλειά, [[είναι]] καταναγκαστικά έργα»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειστικός]], [[ακαταμάχητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταναγκαστικώς</i> και -<i>ά</i><br />με καταναγκασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταναγκάζω]]. Η λ. στο επίρρ. <i>καταναγκαστικῶς</i> μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰναγκαστικός Medium diacritics: καταναγκαστικός Low diacritics: καταναγκαστικός Capitals: ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katanankastikós Transliteration B: katanankastikos Transliteration C: katanagkastikos Beta Code: katanagkastiko/s

English (LSJ)

καταναγκαστική, καταναγκαστικόν, conclusive, cogent, λόγος EM239.43.

German (Pape)

[Seite 1365] ή, όν, zwingend, nöthigend, λόγος, E. M. 239, 43.

Greek (Liddell-Scott)

καταναγκαστικός: -ή, -όν, ὅστις καταναγκάζει, ἀναγκαῖος, Ἐτυμολογ. Μέγ. 239, 43.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καταναγκαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καταναγκάζει
2. αυτός που γίνεται με καταναγκασμό, αυτός που επιβάλλεται με τη βία
3. φρ. «καταναγκαστικά έργα»
α) παλαιότερη ποινή κατά την οποία οι κατάδικοι εξαναγκάζονταν να κάνουν κοπιώδεις χειρωνακτικές εργασίες με αυστηρή επιτήρηση και, παλαιότερα, με αλυσίδες στα πόδια
β) μτφ. ανυπόφορη και βαρύτατη εργασία («αυτή δεν είναι δουλειά, είναι καταναγκαστικά έργα»)
αρχ.
πειστικός, ακαταμάχητος.
επίρρ...
καταναγκαστικώς και -ά
με καταναγκασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταναγκάζω. Η λ. στο επίρρ. καταναγκαστικῶς μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].