συνδημότης: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syndimotis
|Transliteration C=syndimotis
|Beta Code=sundhmo/ths
|Beta Code=sundhmo/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[δημότης]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>909</span>; rejected by Thom. Mag.<span class="bibl">pp.96,292</span> R.</span>
|Definition=συνδημότου, ὁ, = [[δημότης]], Sch.Ar.''Pax''909; rejected by Thom. Mag.pp.96,292 R.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] ὁ, der mit aus demselben Demos ist, von den Atticisten verworfen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] ὁ, der mit aus demselben Demos ist, von den Atticisten verworfen.
}}
{{ls
|lstext='''συνδημότης''': ὁ, ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] δήμου, Ἀττ. [[δημότης]], τὸ [[συνδημότης]] ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Θωμ. Μαγίστρ. 96, 292. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 909.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. συνδημότισσα Ν, και δωρ. τ. [[συνδαμέτας]], -α, Α [[δημότης]]<br />[[δημότης]] του ίδιου δήμου με άλλον.
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδημότης Medium diacritics: συνδημότης Low diacritics: συνδημότης Capitals: ΣΥΝΔΗΜΟΤΗΣ
Transliteration A: syndēmótēs Transliteration B: syndēmotēs Transliteration C: syndimotis Beta Code: sundhmo/ths

English (LSJ)

συνδημότου, ὁ, = δημότης, Sch.Ar.Pax909; rejected by Thom. Mag.pp.96,292 R.

German (Pape)

[Seite 1006] ὁ, der mit aus demselben Demos ist, von den Atticisten verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

συνδημότης: ὁ, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου, Ἀττ. δημότης, τὸ συνδημότης ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Θωμ. Μαγίστρ. 96, 292. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 909.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. συνδημότισσα Ν, και δωρ. τ. συνδαμέτας, -α, Α δημότης
δημότης του ίδιου δήμου με άλλον.