ἐκπηνίζομαι: Difference between revisions

(13_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekpinizomai
|Transliteration C=ekpinizomai
|Beta Code=e)kphni/zomai
|Beta Code=e)kphni/zomai
|Definition=fut. <b class="b3">-ιοῦμαι</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spin a long thread</b>, [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>947b2</span> : metaph., of an advocate, <b class="b3">αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα</b> <b class="b2">will wind</b> these things <b class="b2">out of</b> him, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span> 578</span>.</span>
|Definition=fut. -ιοῦμαι, [[spin a long thread]], [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. Arist.''Pr.''947b2: metaph., of an advocate, <b class="b3">αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα</b> [[will wind]] these things [[out of]] him, Ar.''Ra.'' 578.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[devanar]], [[desenrollar el hilo]] (οἱ ἀράχναι) φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐκπηνίζονται Arist.<i>Pr</i>.947<sup>b</sup>2, cf. Paus.Gr.ε 26<br /><b class="num"></b>fig. ἐκπηνιεῖται ταῦτα desembrollará todo esto</i> dicho de Cleón, Ar.<i>Ra</i>.578.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0772.png Seite 772]] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0772.png Seite 772]] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.
}}
{{bailly
|btext=[[dévider]], [[défiler]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πηνίζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπηνίζομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[разматывать]], [[тянуть нить]], [[прясть]] (οἱ ἀράχναι πολὺ ἐκπηνίζονται Arst.);<br /><b class="num">2</b> перен. ирон. выматывать обратно, т. е. заставлять вернуть (τι Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐκπηνίζομαι''': μέλλ. -ιοῦμαι, [[κλώθω]], [[ἐξάγω]] πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) [[ταῦτα]] παρ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκπηνίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλώθω]], [[βγάζω]] [[μακριά]] [[κλωστή]]<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό<br /><b>3.</b> (για συνήγορο) [[αποσπώ]] με τεχνάσματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπηνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>· [[γνέθω]], [[πλέκω]], [[κλώθω]]· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] -ιοῦμαι<br />to [[spin]] out:—metaph., of an [[advocate]], αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]] [[will]] [[wind]] these things out of him, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

English (LSJ)

fut. -ιοῦμαι, spin a long thread, [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. Arist.Pr.947b2: metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.Ra. 578.

Spanish (DGE)

devanar, desenrollar el hilo (οἱ ἀράχναι) φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐκπηνίζονται Arist.Pr.947b2, cf. Paus.Gr.ε 26
fig. ἐκπηνιεῖται ταῦτα desembrollará todo esto dicho de Cleón, Ar.Ra.578.

German (Pape)

[Seite 772] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.

French (Bailly abrégé)

dévider, défiler.
Étymologie: ἐκ, πηνίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπηνίζομαι:
1 разматывать, тянуть нить, прясть (οἱ ἀράχναι πολὺ ἐκπηνίζονται Arst.);
2 перен. ирон. выматывать обратно, т. е. заставлять вернуть (τι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπηνίζομαι: μέλλ. -ιοῦμαι, κλώθω, ἐξάγω πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) ταῦτα παρ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.

Greek Monolingual

ἐκπηνίζομαι (Α)
1. κλώθω, βγάζω μακριά κλωστή
2. αναγκάζω κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό
3. (για συνήγορο) αποσπώ με τεχνάσματα.

Greek Monotonic

ἐκπηνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι· γνέθω, πλέκω, κλώθω· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. Attic -ιοῦμαι
to spin out:—metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.