ἀνδρόπαις: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(6_4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0219.png Seite 219]] αιδος, ὁ, von männlicher Gesinnung, Soph. frg. 551; [[ἀνήρ]] Aesch. Spt. 515, der jugendliche Mann.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0219.png Seite 219]] αιδος, ὁ, von männlicher Gesinnung, Soph. frg. 551; [[ἀνήρ]] Aesch. Spt. 515, der jugendliche Mann.
}}
{{bailly
|btext=αιδος (ὁ) :<br />[[enfant aux sentiments virils]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[παῖς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρόπαις:''' παιδος ὁ [[отрок с умом мужа]], [[не по летам развитой]] (ἀ. [[ἀνήρ]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρόπαις''': -αιδος, «ἢ ὁ [[παῖς]] ὁ νεωστὶ εἰς ἄνδρας ἐλθών, ἢ ὁ ἐν τῆ παιδικῇ ἡλικίᾳ [[ἀνδρεῖος]] ὤν, λέγει δὲ τὸν Παρθενοπαῖον τὸν υἱὸν τῆς Ἀταλάντης» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θ. 533. τοῦ Τρωΐλου, Σοφ. Ἀποσπ. 511· «ἀνδρούμενος ἤδη πως· ἢ ἀνδρὸς φρόνησιν ἔχων [[παῖς]]» Ἡσύχ.
|lstext='''ἀνδρόπαις''': -αιδος, «ἢ ὁ [[παῖς]] ὁ νεωστὶ εἰς ἄνδρας ἐλθών, ἢ ὁ ἐν τῆ παιδικῇ ἡλικίᾳ [[ἀνδρεῖος]] ὤν, λέγει δὲ τὸν Παρθενοπαῖον τὸν υἱὸν τῆς Ἀταλάντης» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θ. 533. τοῦ Τρωΐλου, Σοφ. Ἀποσπ. 511· «ἀνδρούμενος ἤδη πως· ἢ ἀνδρὸς φρόνησιν ἔχων [[παῖς]]» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-αιδος, ὁ<br />[[hombreniño]], [[héroe casi niño]] de Partenopeo, A.<i>Th</i>.533, de Troilo τὸν ἀνδρόπαιδα δεσπότην ἀπώλεσα S.<i>Fr</i>.619 (ref. al cual cf. ἀνδρούμενος ἤδη παῖς ἢ ἀνδρὸς φρόνησιν ἔχοντα (<i>sic</i>), Hsch., παῖδα μὲν τῇ ἡλικίᾳ, ἄνδρα δὲ τῷ φρονήματι Sch.Pi.<i>P</i>.2.121c), cf. Ar.<i>Fr</i>.744B.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρόπαις:''' -αιδος, ὁ ([[ἀνήρ]]), [[νεαρός]] κοντά στην [[ηλικία]] της ανδροσύνης, κοντά στην [[ενηλικίωση]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]]<br />a man-boy, i. e. a [[youth]] near [[manhood]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 08:17, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 219] αιδος, ὁ, von männlicher Gesinnung, Soph. frg. 551; ἀνήρ Aesch. Spt. 515, der jugendliche Mann.

French (Bailly abrégé)

αιδος (ὁ) :
enfant aux sentiments virils.
Étymologie: ἀνήρ, παῖς.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρόπαις: παιδος ὁ отрок с умом мужа, не по летам развитой (ἀ. ἀνήρ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόπαις: -αιδος, «ἢ ὁ παῖς ὁ νεωστὶ εἰς ἄνδρας ἐλθών, ἢ ὁ ἐν τῆ παιδικῇ ἡλικίᾳ ἀνδρεῖος ὤν, λέγει δὲ τὸν Παρθενοπαῖον τὸν υἱὸν τῆς Ἀταλάντης» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θ. 533. τοῦ Τρωΐλου, Σοφ. Ἀποσπ. 511· «ἀνδρούμενος ἤδη πως· ἢ ἀνδρὸς φρόνησιν ἔχων παῖς» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-αιδος, ὁ
hombreniño, héroe casi niño de Partenopeo, A.Th.533, de Troilo τὸν ἀνδρόπαιδα δεσπότην ἀπώλεσα S.Fr.619 (ref. al cual cf. ἀνδρούμενος ἤδη παῖς ἢ ἀνδρὸς φρόνησιν ἔχοντα (sic), Hsch., παῖδα μὲν τῇ ἡλικίᾳ, ἄνδρα δὲ τῷ φρονήματι Sch.Pi.P.2.121c), cf. Ar.Fr.744B.

Greek Monotonic

ἀνδρόπαις: -αιδος, ὁ (ἀνήρ), νεαρός κοντά στην ηλικία της ανδροσύνης, κοντά στην ενηλικίωση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἀνήρ
a man-boy, i. e. a youth near manhood, Aesch.