κερδαλεότης: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(6_12)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερδᾰλεότης''': -ητος, ὁ, [[πανουργία]], [[δολιότης]], Εὐστ. Πονημ 68. 10.
|lstext='''κερδᾰλεότης''': -ητος, ὁ, [[πανουργία]], [[δολιότης]], Εὐστ. Πονημ 68. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερδαλεότης]], -ητος, ἡ (Μ) [[κερδαλέος]]<br />[[πανουργία]], [[δολιότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1423] ητος, ἡ, = κερδοσύνη, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κερδᾰλεότης: -ητος, ὁ, πανουργία, δολιότης, Εὐστ. Πονημ 68. 10.

Greek Monolingual

κερδαλεότης, -ητος, ἡ (Μ) κερδαλέος
πανουργία, δολιότητα.