μισομαθής: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_7)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσομαθής''': -ές, ὁ μισῶν τὴν μάθησιν, Βασίλ. Γραμμ. σ. 33.
|lstext='''μῑσομαθής''': -ές, ὁ μισῶν τὴν μάθησιν, Βασίλ. Γραμμ. σ. 33.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισομαθής]], -ές (Μ)<br />αυτός που μισεί τη [[μάθηση]], τη [[μόρφωση]], την [[παιδεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μῑσομαθής: -ές, ὁ μισῶν τὴν μάθησιν, Βασίλ. Γραμμ. σ. 33.

Greek Monolingual

μισομαθής, -ές (Μ)
αυτός που μισεί τη μάθηση, τη μόρφωση, την παιδεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -μαθής (< μανθάνω)].